Το νούμερο 2
Ένα πέπλο ήταν πάντα μπροστά του.
Έμοιαζε με αδιαπέραστη ξερολιθιά
που αυστηρά καθόριζε εκείνα τα όρια για το περπάτημά του.
Ζήτησε τη βοήθεια των ανέμων,
τους παρακάλεσε να το διώξουν, να το στείλουν μακριά,
τους έταξε κάθε βοήθεια,
και τους τη χάρισε μέσα από τις άπειρες σκέψεις, τα πολλά θέλω, τις αμέτρητες κινήσεις που γεννιόντουσαν στο μέσα του και μεγάλωναν στο είναι του έξω του.
Φόβοι, ακούσματα και διαφορές είχαν ποτίσει τα νήματα του πέπλου,
το είχαν δυνάμωσαν τόσο,
που το ΄καναν αδιαπέραστο από τις σκέψεις, μα και ανίκητο από τους ανέμους.
Πάντα εκεί μπροστά,
προστατεύοντας το πέρασμα στο μετά.
Έμενε η αποδοχή του για πάντα νούμερο δύο.
Κάλεσε πάλι τους ανέμους για να τους μολογήσει
ότι προσπάθησε, περίμενε αλλά τη βοήθειά τους δεν την αντάμωσε ποτέ.
Ήταν μια ανακοίνωση, κάτι σαν παραίτηση.
Το νούμερο δύο όμως δεν ήταν αυτό που ζήταγε,
το πέπλο θα ήταν πάντα εκεί.
Αν και ήταν το τελευταίο που ήθελε δεν απόμενε άλλο από το φευγιό.
Χάθηκε..
(ΜΑΝ)