Άρθρα

Τα 13 ταξίδια

Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρηαμα "Τα 13 Ταξίδια".

13ο, το τελευταίο ταξίδεμα

 

Ποτέ δεν το θεώρησε σαν ένα «τυχαίο» αντάμωμα. Άλλωστε, δεν δεχόταν ότι η τύχη ήταν εκείνη που είχε καθορίσει τα ταξιδέματά της μέχρι τότε ζωής  του. Αντίθετα, αυτά ήταν  εκδήλωση των θέλω του.

Και αυτό το τελευταίο ταξίδι, ήταν σχεδιασμένο στην επιθυμία της σκέψης του, από πολύ παλιά. Από τότε που ζούσε την εφηβεία του. Από τα 15 χρόνια του.

Ήταν πολύ συγκεκριμένο αυτό που έψαχνε. Ήταν το ιδανικό για την ενεργοποίηση όλων των κρυμμένων ή φανερών του μέσα του. Δεν ήταν συγκρίσιμο, μια και η λέξη που το χαρακτήριζε ήταν «μοναδικό».  Και είχαμε πει και πριν, ότι του πήρε μόλις 17 λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν, επειδή αυτός το ήθελε, και το τελευταίο του.

 

Μια νέα ζωή

Περιπλανήθηκε σε πρωτόγνωρα μέρη. Ακολούθησε «θαλασσινά» μονοπάτια άγνωστα στο πριν. Γνώρισε ομορφιές ζωής που δεν τις ήξερε. Εμπνεύστηκε για πολλά, και μάλλον για τα πάντα. Ήταν ΤΟ ταξίδι ΤΟΥ. Εκείνο που η λέξη «φτάνει» δεν υπήρχε. Μόνο το περισσότερο, και μετά από αυτό, αυτή η τελευταία λέξη να εμφανίζεται και πάλι στα θέλω του.

Μέσα σε αυτή την παραζάλη της απόλαυσης, στην πραγμάτωση του ονείρου, δεν υπήρχε χώρος για λογική.  Τα συναισθήματα την είχαν κερδίσει εξολοκλήρου. Ουσιαστικά την είχαν διαγράψει.

 

Ο χρόνος

Όμως μια άλλη λέξη, αυτή που ακούει στο όνομα «χρόνος» ήταν εκεί. Στην αρχή καλυμμένη, λες και απουσίαζε, αλλά αργότερα, στην ώρα των σημαντικών - των πράγματι πολύ δύσκολων αποφάσεων, παρούσα, σκληρή, αμείλικτη.

Ήταν η στιγμή, που ένα, όχι νέο πια σκαρί, έπρεπε να αποδεχτεί την πολύ δύσκολη αλήθεια. Την πραγματικότητα.

Και αυτή ήταν η δυσκολότερη προσπάθεια συνειδητοποίησης της ζωής του. Κάτι μη ελεγχόμενο, κάτι πολύ πάνω από τις δυνάμεις του. Ακουγόταν σαν «δεν πρέπει πια να θέλεις». Ναι, αλλά υπάρχει «πρέπει» στο όνειρο;

Κλείστηκε. Ο μόνος που επικοινωνούσε ήταν ο εαυτός του. Και αυτές, οι τόσο αποκλειστικές συζήτήσεις, δεν είναι πάντα ακίνδυνες.

Σκέφτηκε πολλά, αντιφατικά αλλά και ιδιαίτερα ακραία για την μέχρι τότε λογική του. Την τελική , αναγκαστική απόφαση για το πως «σπάει ένα όνειρο», θα την έπαιρνε στο λίγο μετά...

Το «Νόμιζα ότι» απέναντι στο «Κατάφερα τι».

Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα " 13 ταξίδια"

Και έτσι όπως το ταξίδεμα ολοένα και άγγιζε το άγνωστο τέλος του, ο χρόνος επιτακτικά απαίτησε και επέβαλε μια συνάντηση.

Ένα αντάμωμα του «νόμιζα ότι» και του «κατάφερα τι».

Στάθηκαν απέναντι και με αμφισβητούμενη καλή διάθεση ξεκίνησαν τη συζήτησή τους. Έμοιαζε με απολογισμό, με την παραδοχή  της πραγματικότητας, με την απομάκρυνση των ψευδαισθήσεων.

Ξεκίνησε αυτόν τον διάλογο, στην πραγματικότητα μονόλογο, το «νόμιζα ότι». Πάντα  έλεγε πολλά. Ήταν κάτι που το χαρακτήριζε.

Δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε συνηθισμένο για το είναι του να απομακρύνει τα: θα ήθελα, τα συναισθήματα, το πλησίασμα του στην ουτοπία, την μη αποδοχή της μοναδικότητας.

 

Για τον εαυτό του

‘Όμως «έπρεπε», αρχικά για το εαυτό του, να δώσει μια απάντηση στο «κατάφερα τι» .

Ήταν η ώρα που το «χαμόγελο» της ειρωνείας αντιμετώπιζε το «σκυθρωπό πρόσωπο της απογοήτευσης».

Είχε αποτύχει στο μεγαλύτερο θέλω της ζωής του! Και κυριολεκτούσε.

Χωρίς ποτέ να συνέλθει από την αναγκαστική αποδοχή της αποτυχίας του για τον ίδιο τον εαυτό του, πέρασε γρήγορα στο πρόσωπο της άλλης πλευράς για να βρει το θάρρος να απαντήσει στο «κατάφερα τι» για εκείνη την άλλη πλευρά.

 

Για την άλλη πλευρά

Και να πάλι το πρόσωπο της ειρωνείας μπροστά του!

Δεν ήταν μικρή ούτε η προσπάθειά του, ούτε λίγα τα μέτωπα που εισχώρησε, αλλά ούτε και περιορισμένος ο χρόνος που αφιέρωσε.

Ίσως σε κάποια θέματα να έπρεπε να παραδεχτεί ότι «κάτι» κατάφερε.

Υπήρξε όμως ένα διπλό αλλά..

Απέτυχε να μεταφέρει την αισιοδοξία στη σκέψη και την ανάγκη της απόφασης.

Δύο έννοιες, που για τον ίδιο συνυπήρχαν – πήγαιναν χέρι με  χέρι. Η μία δικαιολογούσε την ύπαρξη της άλλης.

Ναι αυτό πίστευε. Ότι δηλαδή « Η ζωή σπάνια αλλάζει από μόνη της. Πηγαίνει εκεί που εμείς την οδηγούμε. Η αλλαγή γίνεται μέσα από τις (πραγματικές, όχι στα λόγια) αποφάσεις μας. Και απόφαση δεν σημαίνει απλά θέλω. Είναι η υλοποίηση του θέλω. Με αυτό το σκεπτικό, ναι αντιμετώπιζε τα πάντα με αισιοδοξία, μια και οι αποφάσεις είναι δικές μας».

 

Ήταν μια διπλή αποτυχία του «νόμιζα ότι» σε σχέση με το «κατάφερα τι».

Έμοιαζε ή και ήταν, μια κατάρρευση της μεγαλύτερης επιθυμίας της ζωής του.

Δεν ήταν μόνο η αποδοχή της αποτυχίας που οδήγησε στο χάσιμο της ισορροπίας του. Πολύ περισσότερο το ερώτημα βρισκόταν στην διαχείριση της ήττας.

Όμως το σωστό ή όχι του τρόπου διαχείρισης δεν ήταν αντικείμενο κριτικής των πολλών. Ήταν και πάλι προσωπική απόφαση – υπόθεση.

Ένα αληθινό χαμόγελο

 

Ήταν η προσπάθεια για το καλύτερο αύριο,

και το καλύτερο υπήρχε γιατί ευχαριστούσες το σήμερα της ζωής σου.

 

Όταν άγγιζες  το καλύτερο, εκείνη τη στιγμή,  όχι μετά, του γέλαγες

του αφιέρωνες απλόχερα ένα αληθινό ευχαριστώ.

 

Ήταν μια φωνή που ερχόταν από τα βάθη του μέσα σου πειστική και καθόλου εφήμερη.

Λίγο παρακάτω η ηχώ της φωνής σου γινόταν συναίσθημα

Έπαιρνε τη μορφή της συμπεριφοράς που σε ταξίδευε στην αναζήτηση της Ιθάκης σου.

 

Και η Ιθάκη πια δεν ήταν ένα από τα νησιά. Ήταν το ένα νησί!

(ΜΑΝ)

Ίσως η εξήγηση να βρίσκεται στο όνομα

Αρκετούς μήνες πριν έβαλα δύο από τα «θέλω» μου να μονομαχήσουν γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο κριτής - διαιτητής δεν θα μπορούσε να ανακηρύξει ουσιαστικό νικητή. Ήθελα όμως την εξήγηση στο γιατί κάλεσα τους δύο μονομάχους..

Η όποια κρίση – απόφασή του θα εύρισκε απέναντι της καταστάσεις και συναισθήματα εκφρασμένα σε άγνωστες μονάδες μέτρησης. Έτσι η δυνατότητα ποσοτικοποίησης και σύγκρισης των δεδομένων που θα τον οδηγούσαν στην τελική ετυμηγορία του θα ήταν πολύ περιορισμένη.

Υπήρχε βέβαια και ένα δεύτερο θέμα. Ποιος θα ήταν ο κριτής; Δηλαδή ποιος θα είχε την ικανότητα να αναγνωρίσει τα «θέλω» μου. Όμως η φωνή του κριτή έπρεπε να βρεθεί. Χρειαζόταν να βγει μια τυπική απόφαση.

Η οικονομικά επιστήμη πάντα παρούσα

Στην οικονομία χρησιμοποιούμε την έννοια του κόστους ευκαιρίας ενός αγαθού ή μιας απόφασης που μεταφράζεται πάντα σε απώλεια άλλου / ης. Στην καθημερινότητα, αυτή η σύγκριση γίνεται - αρκετές φορές ασυνείδητα – σε κάθε ενεργοποίηση της σκέψης μας. Με άλλα λόγια όταν αποφασίζουμε να πάμε σε ένα café την ίδια στιγμή αποφασίζουμε ότι ΔΕΝ μείνουμε σπίτι. Και βέβαια σαν ορθολογικά όντα (που υποτίθεται ότι είμαστε) οι αποφάσεις μας είναι και οι σωστές. Τόσο «τέλεια» μηχανήματα αυτοαποκαλούμαστε!

Η απόφαση

Λίγες μόλις μέρες πριν το σήμερα, το ένα από τα δύο «θέλω» μου επέλεξε (μετά από πολύμηνη μάχη) να στεναχωρήσει το άλλο. Αποφάσισα λοιπόν ότι έπρεπε να αποχωριστώ ένα «κομμάτι» του εργασιακού μου χώρου. Όχι τον εργασιακό μου χώρο στο σύνολό του, αλλά ένα μόνο μέρος του.

Δηλαδή εκείνη τη στιγμή «μου» επέβαλα ότι ΔΕΝ θα ξαναδώ κάποιους από τους μαθητές που μαζί: είτε «κυνηγήσαμε» να βάλουμε σε κάποια τάξη της σκέψη μας μέσα στην αταξία της εποχής, είτε βιώσαμε την επίπονη προσπάθεια μετονομασίας του μαθητή σε φοιτητή με το πέρασμά τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,  είτε τέλος μας ένωνε μια (με τα μάτια) καλημέρα και η προσδοκία της γνωριμίας στην τάξη – αυτοί ήταν οι μικρότεροι που έχασα την ευκαιρία να μου αποκαλύψουν την προσωπικότητά τους.

Και βέβαια, η απώλεια θα αφορούσε και τα πρόσωπα συναδέλφων που μοιραστήκαμε καλημέρες, ωραίες στιγμές αλλά και δύσκολες, όμως  το χιούμορ και η έλλειψη αντιζηλίας μας βοήθησε να διαγράψουμε από τη μνήμη μας τις δεύτερες.

Όλα τα προηγούμενα συνθέτουν το χάσιμο, την απώλεια, τη θυσία, το στέρημα Είναι πρόσωπα και καταστάσεις που συμμετείχαν, με διαφορετικές ιδιότητες και μορφές, σε ένα «κομμάτι» της σημερινής μου εικόνας. Αντιπροσωπεύουν το «θέλω» που τυπικά έχασε. Αυτό που δύσκολα αντικαθίσταται.

Τα γιατί ζητούν εξήγηση..

Δικαιολογημένα λοιπόν έγινα παραλήπτης πολλών «γιατί». Γιατί αφήνεις τόσα όμορφα από τη ζωή σου; Μήπως γιατί συνεχίζεις να διδάσκεις και σε άλλους χώρους;

Προσπάθησα να βρω τον κριτή που λέγαμε να μου αναλύσει το δικαιολογητικό της τυπικής απόφασής του (ουσιαστική δεν υπήρξε ποτέ). Να μου εξηγήσει πως υπολόγισε το κόστος ευκαιρίας. Ζητούσα μια εξήγηση! Να γράψει επιτέλους μια πρόταση που αρχίζει με ένα «επειδή»...

Τελικά τον βρήκα. Η απάντησή του ήταν «επειδή.. σε λένε Μανώλη»