ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ – Τα πρώτα γιατί

Έλλειψη, στενότητα και περιορισμοί. Τρείς λέξεις που πρέπει να έχουμε στη σκέψη μας όταν αρχίζουμε να μελετάμε την οικονομία. Το σύνολο των συμμετεχόντων στο οικονομικό σύστημα, προσπαθεί (όχι πάντα με επιτυχία) να διαχειριστεί το πρόβλημα της έλλειψης και των περιορισμένων δυνατοτήτων.

Και πράγματι, η έλλειψη πόρων (συντελεστών παραγωγής) είναι εκείνη που δεν επιτρέπει την παραγωγή όσων αγαθών θα θέλαμε. Σε παγκόσμιο επίπεδο το εργατικό δυναμικό είναι περί τα 3,3 δισεκατομμύρια, ενώ η έκταση της γης είναι 520 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μεγάλοι αριθμοί, αλλά περιορισμένοι. Κάτι ανάλογο ισχύει για των ποσότητα όλων των πόρων.

Η κατοχή και προσφορά στην παραγωγική διαδικασία των συντελεστών παραγωγής είναι εκείνη που δημιουργεί εισόδημα. Επομένως και το εισόδημα είναι περιορισμένο και με βάση αυτό προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας.

Στα πρώτα στάδια μελέτης της οικονομίας γίνεται συχνά το σφάλμα να σκεφτόμαστε «μόνο» τον εαυτό μας ή «μόνο» κάποιο ιδιαίτερα πλούσιο άνθρωπο, και να γενικεύουμε τα όποια συμπεράσματά μας. Όμως αυτό είναι το γνωστό «σφάλμα της σύνθεσης». Την οικονομία και αναφορικά με τις λέξεις «στενότητα, έλλειψη και περιορισμοί» θα πρέπει να την σκεφτόμαστε σε παγκόσμιο επίπεδο.

164 σελίδες περιήγησης στην οικονομία - Επίλογος

Το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο μου "164 Σελίδες Οικονομίας - Μια περιήγηση στον πραγματικό κόσμο"

13.

Με τη Σκέψη στο Αύριο

 ΤΟ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΙΣ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΟΥ για καταστάσεις που συνέβησαν στο χθες, ή συμβαίνουν στο σήμερα, είναι ασφαλώς πιο εύκολη διαδικασία από το να προσπαθείς να προβλέψεις τις εξελίξεις του αύριο.

    Στην πρώτη περίπτωση,  με βάση τη γνώση, τη βιωματική εμπειρία, την αντίληψη και, βέβαια, την προσωπική οπτική του καθενός, καταλήγεις σε μια καταγραφή δεδομένων και στη συνέχεια, εξαγωγή συμπερασμάτων.

Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση, με τα προηγούμενα εφόδια, προσπαθούμε να κάνεις μια εκτίμηση – πρόβλεψη. Και αυτό, είναι σαφέστατα, περισσότερο σύνθετο.

    Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είναι ικανοποιημένο με αυτό που ζει σήμερα. Θα ήθελε καλύτερες συνθήκες εργασίας, μεγαλύτερες αμοιβές, περισσότερο ελεύθερο χρόνο, λιγότερο άγχος, σωματική υγεία, ψυχική ισορροπία και περισσότερο ευδιάκριτες θετικές προοπτικές.

    «Δηλαδή, ένα συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών βελτιώσεων που θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο».

***

Στην οικονομική ορολογία, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την πορεία της οικονομίας, συχνά χρησιμοποιούμε τις έννοιες της οικονομικής μεγέθυνσης και της οικονομικής ανάπτυξης.

    Τις περισσότερες φορές, εν αγνοία μας, ή εσκεμμένα, αποδίδουμε στις έννοιες την ίδια σημασία. Χρησιμοποιούμε τη μία, ή την άλλη, θεωρώντας ότι περιγράφουμε την ίδια κατάσταση.

«Για να δούμε, όμως, και την πραγματικότητα».

     Ο όρος οικονομική μεγέθυνση ουσιαστικά αναφέρεται σε μια διαχρονική αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή, όπως έχουμε αναφέρει, και του συνολικού εισοδήματος της οικονομίας. Μια τέτοια εξέλιξη μεταβάλλει προς την ίδια κατεύθυνση (με την προϋπόθεση ότι ο πληθυσμός παραμένει σταθερός) και το παράγωγο μέγεθος του ΑΕΠ, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ[1].

    Η ζητούμενη αύξηση του ΑΕΠ, μεταξύ άλλων, μπορεί να πραγματοποιηθεί με εύρεση νέων πόρων, με βελτίωση της παραγωγικότητας των υπαρχόντων, ή/και με χρησιμοποίηση νέας τεχνολογίας που ουσιαστικά θα οδηγήσει στα δύο προηγούμενα, συνδυαστικά ή μεμονωμένα.

    Στο σημείο αυτό να θυμόμαστε ότι το ΑΕΠ, όπως και το κατά κεφαλή ΑΕΠ, είναι πολύ περισσότερο ποσοτικοί δείκτες, παρά ποιοτικοί, αλλά και ότι εάν στη χώρα υπάρχει μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν είναι αντιπροσωπευτικό του μέσου εισοδήματος των πολιτών.

«Είναι γνωστό ότι οι αριθμοί δεν περιγράφουν πάντοτε την πραγματικότητα».

 Για παράδειγμα, θα μεταφράζαμε θετικά μια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (εισοδήματος) κατά 5%, εάν αυτή βασιζόταν σε μια αύξηση του δανεισμού μας κατά 20%; Ή εάν συνοδευόταν με μεγαλύτερη μόλυνση της ατμόσφαιρας; Ή για να θυμηθούμε και το 1984 του George Orwell, στον περιορισμό των ελευθεριών;

«Φαντάζομαι, πως όχι!».

    Από την άλλη, η οικονομική ανάπτυξη, είναι μια ευρύτερη έννοια που πρόσθετα, περιλαμβάνει την εμφάνιση - δημιουργία νέων δυνατοτήτων οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια ποιοτικότερη κάλυψη των αναγκών στο αύριο.

Αυτή η ποιοτική βελτίωση θα μπορούσε να σημαίνει: μικρότερη ανισοκατανομή του πλούτου, λιγότερη φτώχεια, μεγαλύτερη αξιοκρατία, βελτίωση της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης, προστασία του περιβάλλοντος, και βέβαια, πολλά άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

    Θα μας ενδιέφερε, λοιπόν, πολύ περισσότερο η εξέλιξη του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (Human Development Index), που ενώ λαμβάνει υπόψη του το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, συγχρόνως,  περιλαμβάνει το προσδόκιμο ζωής, τον βαθμό εκπαίδευσης και την ποιότητα του βίου μας.

Για να αποκτήσουμε μια περισσότερο πρακτική εικόνα των παραπάνω, θα αναφερθούμε σε κάποια αριθμητικά δεδομένα που σχετίζονται με την εξέλιξη αυτών των μεγεθών, κατά την περίοδο 1990 – 2019.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια τράπεζα (Πηγή: https://data.worldbank.org/), το παγκόσμιο ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές 2015) από τα 35,87 τρισ. US$ το 1990, έφτασε τα 84,67 τρισ.US$ το 2019. Σημείωσε, δηλαδή, μια αύξηση της τάξεως του 136%.

Αναφερόμενοι στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο  παγκόσμιος Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης από το περίπου 0,601 ανέβηκε στο περίπου 0,737 (Πηγή: https://hdr.undp.org/). Αυξήθηκε, δηλαδή, μόλις κατά 22,63%.

    Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η οικονομική μεγέθυνση δεν σημαίνει απαραίτητα και οικονομική ανάπτυξη.

    «Πως θα μπορούσαμε, άλλωστε, να μη θυμόμαστε την περίφημη ρήση του αυλητή Καφισία: “οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ ”».

    Ταυτόχρονα, όμως, και κατά την ίδια χρονική περίοδο, όπως αναφέρθηκε στο 11ο κεφάλαιο (Παγκόσμιο Δημόσιο Χρέος και ΑΕΠ), ο παγκόσμιος δείκτης Χρέους/ΑΕΠ (Debt/GDP) από 170% αυξήθηκε στο 227% (Πηγή: https://www.weforum.org/). Συμπληρωματικά, να αναφέρουμε ότι το παγκόσμιο χρέος από τα 220 τρισ. US$ to 2014, ξεπέρασε τα 300 τρισ. US$ to 2021 (Πηγή: https://www.ot.gr/)

***

Προσπαθώντας να ρίξουμε ματιές στο αύριο, ώστε να διαμορφώσουμε μια άποψη για την πιθανή εξέλιξή του, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο παρακάτω ερώτημα.

«Μας ενδιαφέρει η οικονομία των αριθμών ή μια οικονομία προσανατολισμένη στην πραγματική ανθρώπινη ανάπτυξη - ευημερία;».

     Προσωπικά, δεν θα ήμουν ενθουσιασμένος με το να έχω ένα σπίτι - ενδεχομένως και εξοχικό, δύο αυτοκίνητα, ένα 10μετρο σκάφος, αλλά και με ένα δάνειο πολύ μεγαλύτερο του εισοδήματός μου. Και ταυτόχρονα, βέβαια, να εργάζομαι χωρίς ωράριο – ενώ φυσικά κανείς δεν θα μου υπογράψει ότι και αύριο  θα είμαι στη συγκεκριμένη δουλειά, ο ελεύθερος χρόνος μου να αγγίζει το μηδέν, τα παιδιά μου να μεγαλώνουν σε ένα έντονα προβληματικό περιβάλλον - δίχως πραγματική μόρφωση - , με χαλαζοπτώσεις τον Αύγουστο (κλιματική αλλαγή), με την ευχή να μην αρρωστήσω, με δεκάδες άστεγους στους δρόμους και με την απειλή ενός πυρηνικού ατυχήματος.

    Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την οπτική, με ενδιαφέρει η οικονομική ανάπτυξη και όχι η οικονομική μεγέθυνση. Και η οικονομία με τα διαθέσιμα εργαλεία της, έχει τη «δυνατότητα» μιας τέτοιας ποιοτικής ανάπτυξης.

 ***

 Στις προϋπάρχουσες δυνατότητες της οικονομίας, έρχονται να προστεθούν κάποια από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου οικονομικού, τεχνολογικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως τα παρακάτω:

«Ζούμε την παγκοσμιοποίηση εδώ και χρόνια».

«Αντλούμε άπειρες πληροφορίες [..] από το internet και τα social media».

 «Η τεχνολογία αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς».

 «Η ρομποτική τεχνολογία εφαρμόζεται σε ολοένα και περισσότερους τομείς».

 «Ανακαλύψαμε την τεχνητή νοημοσύνη».   

     Κάποιος, όταν «ακούει» τα προηγούμενα, σε πρώτο επίπεδο, σκέφτεται τη λέξη «εξέλιξη». Και σε αυτή τη λέξη, συνήθως, προσδίδουμε θετική έννοια. Δεν είναι, όμως πάντα έτσι, γιατί η θετική ή όχι έννοια, εξαρτάται από «το πως θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε» όλα τα προηγούμενα. Προς την κατεύθυνση της ευημερίας των αριθμών ή προς την κατεύθυνση της πραγματικής ανθρώπινης ευημερίας.

«Επομένως, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στην ύπαρξη ή όχι θέλησης και όχι δυνατοτήτων».

     Η τεράστια, όμως, ανισοκατανομή του πλούτου – αποτέλεσμα του σημερινού μοντέλου - η οποία έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, προσωπικά, δεν μου αφήνει πολλά  περιθώρια αισιοδοξίας για μια πραγματική βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας.

Και, ασφαλώς, αναφέρομαι στη συνολική ευημερία, και όχι σε εκείνη των οκτώ ατόμων, τα οποία σύμφωνα με την έκθεση της διεθνούς ανθρωπιστικής οργάνωσης Oxfam: «Κατέχουν περιουσία 426 δις δολαρίων, δηλαδή ακριβώς όσο και το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού».  (Πηγή: https://www.dw.com/el/)

    Θα «ήθελα να πιστεύω» ότι το σημερινό «μείγμα» της υπερκατανάλωσης, της υπερπαραγωγής, της υπερεκμετάλλευσης των πόρων, του υπερδανεισμού, του υπερπλουτισμού (των ολίγων), και γενικά του υπερεγώ, θα δώσει τη θέση του σε μοντέλα αποφάσεων περισσότερο συμβατά με την πραγματική ανθρώπινη ευημερία που θα εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής για το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού.

Μακάρι, όμως, το θα «ήθελα να πιστεύω», να βρισκόταν κοντά σε «αυτό που νομίζω».

           

[1] Το Κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το ΑΕΠ με τον πληθυσμό της χώρας.

Oικονομία - Τα τέσσερα βασικά στοιχεία του περιβάλλοντός της

ΠΡΟΣΠΑΘΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΟΥΜΕ την οικονομία μέσα σε ένα αρχικό πλαίσιο ανάλυσης - και όχι να δώσουμε έναν επιστημονικό ορισμό - θα την χαρακτηρίζαμε ως ένα (αρκετές φορές αόρατο) μηχανισμό αποφάσεων - μηχανισμών των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και του κράτους που αφορούν ποια προϊόντα και υπηρεσίες θα παραχθούν και από ποιους μπορούν να  καταναλωθούν[1].

    Πρόκειται δηλαδή για ένα (χωρίς γεωγραφική έννοια) χώρο καθημερινών συναλλαγών ή ανταλλαγών, όπου τα παραχθέντα προϊόντα – υπηρεσίες ανταλλάσσονται (κατά κανόνα) με χρήμα.

    Και βέβαια το χρήμα δεν έχει πάντα τη μορφή των «μετρητών» («cash-money»), αλλά και τη μορφή της «πίστωσης» («credit»), που σημαίνει ανάληψη μελλοντικής υποχρέωσης. Κάτι που, για παράδειγμα, συμβαίνει στην «υπερανάληψη» («overdraft») όπου η τράπεζα, με τη μορφή του καταναλωτικού δανείου, σου προσφέρει ένα ποσό πέραν του υπολοίπου του λογαριασμού σου.

    Ως πρώτο άκουσμα κάποιος θα σκεφτεί ότι τα άτομα έχουν ανάγκες[2] και επιθυμίες (Πλάτωνα: Πρωταγόρας «Άνάγκη δ’ ούδέ θεοί μάχονται») οι οποίες καλύπτονται από την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.

    «Το ενδεχόμενο να σταματήσει το ανθρώπινο είδος να έχει ανάγκες περιγράφει μια κοινωνία που μάλλον θα συνόρευε με το νησί της ουτοπίας».

    Ωραία! Έρχονται, λοιπόν, οι επιχειρήσεις - και το κράτος -, για να απομακρύνουν το προηγούμενο ενδεχόμενο, και να αναλάβουν το ρόλο εκείνου, που μέσα από την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες των καταναλωτών.

    Η σκέψη μας, όμως, θέλοντας να ξεφύγει από τη «ρομαντική» αποδοχή ότι βρέθηκε απλά κάποιος που με την καλή του διάθεση [..], και όχι για το δικό του συμφέρον, θέλησε να ικανοποιήσει τα «θέλω του άλλου», προσπαθεί να εξερευνήσει το πίσω μέρος αυτής της «φαινομενικά» τόσο ανιδιοτελούς  προσφοράς.

    Στην προσπάθειά μας αυτή, ας έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω στοιχεία:

Το πρώτο στοιχείο: τα διαφορετικά συμφέροντα και ο πλουτισμός

Αρχικά ας σκεφτούμε ότι το σημείο εκκίνησης των δύο βασικών συμμετεχόντων στην αγορά - παραγωγών και καταναλωτών - είναι εντελώς διαφορετικό. Οι πρώτοι θα ήθελαν να πουλήσουν τα προϊόντα - υπηρεσίες τους στις μεγαλύτερες δυνητικά τιμές, ενώ οι δεύτεροι (ακριβώς το αντίθετο) να τα αγοράσουν όσο γίνεται πιο φθηνά.

    Επομένως καταλαβαίνουμε ότι δεν πρόκειται για μια και τόσο «φιλική» συνάντηση, αλλά για μια σύγκρουση διαφορετικών συμφερόντων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Adam Smith, 1723 – 1790: «Το άτομο στις οικονομικές του ενέργειες ελαύνεται από την επιδίωξη του ατομικού του συμφέροντος».

    Σε αυτή την ιδιότυπη σκακιέρα οι βασικοί παίκτες - επιχειρήσεις και καταναλωτές - μέσα από μια ανταγωνιστική σχέση επιδιώκουν το προσωπικό όφελος, δηλαδή το κέρδος που θα οδηγήσει στον πλουτισμό[3]. Αυτός - αν και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους - είναι ο στόχος και των δύο.

    Στο σημείο αυτό θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι στις οικονομικές συναλλαγές δεν μπορεί να κερδίζουν όλοι. Αυτό δεν είναι το σύνηθες.

Κατά κανόνα όταν λέμε ότι ο Α κέρδισε, συγχρόνως εννοούμε ότι κάποιος Β έχασε ή κατ’ ελάχιστο, μειώθηκε το επιδιωκόμενο όφελός του.

Αν, για παράδειγμα, μια επιχείρηση μειώσει τους μισθούς των υπαλλήλων της, και με την προϋπόθεση ότι τα έσοδα της θα παραμείνουν σταθερά, θα πετύχει αύξηση των κερδών της. Ταυτόχρονα, όμως, οι υπάλληλοί της θα έχουν χάσει (απολέσει) μέρος του μισθού τους.

 

Το δεύτερο στοιχείο: ο κίνδυνος (risk) υπάρχει πάντα

Ένα δεύτερο στοιχείο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι στην οικονομία δεν υπάρχουν «σίγουρες» κινήσεις. Αντίθετα, η όποια οικονομική απόφαση περιλαμβάνει την ανάληψη «κινδύνου» («risk»). Εκείνη η κίνηση που σήμερα εμφανίζεται ως μια «σωστή» τοποθέτηση χρημάτων, στο αύριο ενδέχεται να αποδειχθεί ότι ήταν «λανθασμένη». Και αυτό όχι –απαραίτητα - γιατί δεν «ζυγίσαμε» σωστά τα δεδομένα, αλλά γιατί η εμφάνιση αστάθμητων παραγόντων οδήγησε τη σημερινή ενδεχομένως σωστή κίνηση, σε αυριανό ατυχές αποτέλεσμα[4].

Για παράδειγμα, μπορεί εξετάζοντας τις οικονομικές συνθήκες - στο χρόνο αναφοράς - να προχωρήσαμε στην αγορά ενός σπιτιού, και στο κοντινό μέλλον να μειώθηκε η αξία του λόγω αύξησης των φόρων επί της ακίνητης περιουσίας ή λόγω μεγάλης προσφοράς ακινήτων.

   Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κατά τη διάρκεια της 10ετους κρίσης, η οποία ξεκίνησε το 2009, είπαν: «Μακάρι να ήμουνα στο ενοίκιο».

    Εάν γνωρίζαμε ή μπορούσαμε να φανταστούμε την επερχόμενη κρίση, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα προχωρούσαμε στην εν λόγω αγορά.

     «Είναι πράγματι δύσκολο (και μάλλον ακατόρθωτο) να προβλέψεις σήμερα, πολύ περισσότερο να είσαι σίγουρος, για το τι καιρό θα κάνει σε δύο χρόνια τον μήνα Μάρτιο...»

 

Το τρίτο στοιχείο: η κυκλικότητα στην οικονομία

Μέσα από την προηγούμενη αναφορά καταλαβαίνουμε κάτι το οποίο συχνά ξεχνάμε, και αυτό βέβαια σχετίζεται με την «κυκλικότητα» που χαρακτηρίζει την οικονομία. Δεν υπήρξε ποτέ οικονομική δραστηριότητα (π.χ. εμπόριο, ναυτιλία, τουρισμός, κατασκευές, κ.α.) ή αξία κάποιας μορφής χρήματος (π.χ. μετοχές, ομόλογα, χρυσός) των οποίων η (σε συγκεκριμένη περίοδο) ανοδική πορεία δεν ανακόπηκε κάποια στιγμή για να ακολουθήσει αυτό που λέγεται πτώση της τιμής – αξίας του. Παρόμοιοι όροι με το «sky is the limit» που χρησιμοποιείται στις χρηματιστηριακές αγορές, δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα.

    Και, ατυχώς, όταν έχει υπερτιμηθεί μια αξία, η αλλαγή τάσης από ανοδική σε καθοδική, συχνά γίνεται με «βίαιο» τρόπο, οπότε αναφερόμαστε στο «σπάσιμο της φούσκας». Κάτι ανάλογο έχει συμβεί αρκετές φορέα στη χρηματιστηριακή αγορά (ΗΠΑ 1929, Ελλάδα 1999) ή στην αγορά των στεγαστικών δανείων (ΗΠΑ 2007 – 2010) με γνωστές τις οδυνηρές συνέπειες που ακολούθησαν.

    Οι προηγούμενες αναφορές δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η πορεία εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας, διαχρονικά, ασφαλώς χαρακτηρίζεται από ανοδική τάση. Όμως αυτή η θετική εξέλιξη  συντελείται μέσω εναλλαγής καλών και κακών ημερών.

    «Αυτοί είναι οι «οικονομικοί κύκλοι» οι οποίοι διαφέρουν τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση».

Το τέταρτο στοιχείο: οι περιορισμοί στις αποφάσεις μας

Αναμφίβολα αξιοσημείωτη παρατήρηση, που θα γίνει περισσότερο κατανοητό στη συνέχεια, είναι να έχουμε υπόψη μας ότι οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντα κάτω από «συνθήκες περιορισμού»[5]. Η λέξη «αφθονία» (εκτός των ελεύθερων στη φύση αγαθών) δεν υφίσταται στον πραγματικό κόσμο. Ως εκ τούτου, η  όποια απόφαση ληφθεί (μεταξύ των εναλλακτικών που έχουμε) μας στερεί τη δυνατότητα επιλογής κάποια άλλης. Και αυτό αφορά και την κατανάλωση και την  παραγωγή. Στο βιβλίο του «Economics» ο John Sloman χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «Because of scarcity, various choices have to be made between alternatives».

Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε, ότι με βάση το περιορισμένο εισόδημά μας και έχοντας προηγουμένως κάνει αποταμίευση, αποφασίσαμε ότι μπορούμε να διαθέσουμε 20.000 € για την ικανοποίηση μιας επιπλέον ανάγκης μας. Έστω ότι τα σενάρια της σκέψης μας ήταν τρία, που το καθένα κοστολογείτο 20.000 €: αγορά αυτοκινήτου, φουσκωτού ή μετοχών. Είναι, φανερό, ότι αν τελικά αποφασίσαμε να αγοράσουμε το αυτοκίνητο, στερηθήκαμε ή θυσιάσαμε το φουσκωτό ή τις μετοχές.

Η εισαγωγή του βιβλίου μου «164 Σελίδες Οικονομίας – Μια περιήγηση στον πραγματικό της κόσμο».

[1] Και βέβαια τα αγαθά δεν «χαρίζονται» αλλά ανταλλάσσονται με χρήμα. Δηλαδή για να τα αποκτήσουμε, τα πληρώνουμε. Επομένως, στην πραγματικότητα,  αναφερόμαστε στο πως θα διανεμηθεί το εισόδημα βάσει του οποίου οι καταναλωτές μπορούν να αποκτήσουν τα αγαθά.

[2] Αναφερόμαστε στις οικονομικές ανάγκες, δηλαδή σε εκείνες που ικανοποιούνται από οικονομικά αγαθά στα οποία μεσολαβεί ο άνθρωπος για την παραγωγή τους, σε αντιδιαστολή με τις μη οικονομικές ανάγκες που καλύπτονται από τα ελεύθερα στη φύση αγαθά.

[3] Ο Αριστοτέλης αναφερόταν σε μια πάλη οικονομικών συμφερόντων, όπου οι διάφορες πλευρές προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την δική τους περιουσία και εξουσία (Πέτρος Δούκας – Οικονομικές θεωρίες, Αρχές διοίκησης και Αρχαία Ελληνική σκέψη)

[4] Είναι γνωστό στα μνημονιακά χρόνια και συγκεκριμένα το 2012, ότι το «κούρεμα» που έγινε μέσω του PSI στα Ελληνικά κρατικά ομόλογα έφτασε περίπου το 70% της αξίας τους.

[5] Ασφαλώς οι συντελεστές παραγωγής, το διαθέσιμο εισόδημα ακόμα και ο χρόνος υπόκεινται σε ποσοτικούς ή ποιοτικούς περιορισμούς.

Η οικονομία μέσα από τη καθημερινότητά μας

Επειδή  το «παράδοξο» του να διδάσκεται ένα πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα – η οικονομία - μόνο στην Γ’ Λυκείου εξακολουθεί να ισχύει, θα ήθελα να μεταφέρω τις απόψεις μου προς την κατεύθυνση της καλύτερης προετοιμασίας των μαθητών, μέσα σε αυτή την παράλογη «οπτική».

Ο υποψήφιος για τις σχολές οικονομίας και πληροφορικής, καλείται σε ένα ιδιαίτερα συμπιεσμένο χρονικό διάστημα - μόλις ενός χρόνου – να κατανοήσει και αφομοιώσει έννοιες, που στη μέχρι τώρα σχολική του ζωή, δεν έχει ακούσει.

Σαν άμεση συνέπεια, ο μαθητής, περισσότερο προσπαθεί να απομνημονεύσει παρά να καταλάβει, πόσο μάλιστα να εμβαθύνει στα «νέα» ακούσματα.

Οικονομικά ακούσματα πριν την παράδοση

Η προσωπική μου άποψη είναι, ότι τουλάχιστον, τα βασικά σημεία, της μακρο θα έπρεπε να διδάσκονται πριν την μικρο. Και αυτό, γιατί ένα παιδί 17-18 χρονών, αναμφίβολα έχει ακούσει στην καθημερινότητά του, περισσότερες φορές για το ΑΕΠ ή την ανεργία, παρά για την ελαστικότητα ζήτησης ή για το οριακό προϊόν.

Ανεξάρτητα από το προηγούμενο σκεπτικό, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να μην αποδεχτούμε, είναι ότι ο άνθρωπος «καταλαβαίνει» καλύτερα μέσω αναφοράς σε παραδείγματα της καθημερινής ζωής του, όταν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Σύμφωνα με τη δική μου προσέγγιση, από την πρώτη συνάντηση με τους μαθητές, θα φρόντιζα να τους περιγράψω κάποιες από τις «κινήσεις» μιας συνηθισμένης μέρας μου.

Μια καθημαρινή μέρα

Για να δούμε λοιπόν τα διάφορα που «συμβαίνουν» μέσα στην μέρα μου!

Καλώς ή κακώς, για να «ενεργοποιηθώ», χρειάζομαι, με το καλημέρα, καφέ! Κάποιος θα πει «Η ιδέα σου είναι. Μπορείς και χωρίς αυτόν». Δεν θα του πω ότι έχει άδικο, αλλά θα του εξηγήσω ότι, το να πίνω καφέ, μου έγινε «συνήθεια». Και συνεχίζοντας, θα του διευκρινίσω, ότι όταν λέμε ότι κάτι «μου έγινε συνήθεια», εννοούμε ότι πριν δεν «ασχολούμαστε» με αυτό. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούσε ανάγκη για εμάς, και επομένως δεν «αγοράζαμε» το αντίστοιχο αγαθό για να την ικανοποιήσουμε. Τώρα όμως το αγοράζουμε. Ή αν το θέλετε αλλιώς, εμφανίστηκε μια «νέα ανάγκη».

Βέβαια, αρκετά συχνά, τον espresso θα προτιμήσω να τον πιω, σε ένα από τα ωραία καφέ της γειτονιάς μου. Ε, όπως και να το κάνουμε, θα δω κόσμο, θα ακούσω τη μουσική που πάντα έχει, θα κάτσω αναπαυτικά σε μια από τις πολυθρόνες του, α και δεν θα πλύνω μετά το φλυτζάνι..Αυτό το σκηνικό το έχω δει πόσες φορές στις «διαφημίσεις». Άνθρωπος είμαι. Επηρεάζομαι! Με αυτό τον τρόπο εξάλλου, δεν θα «γεμίσω» περισσότερο, από να έπινα το καφεδάκι σπίτι μου; Ε, και αυτό το παραπάνω «γέμισμα» τι σημαίνει; Ότι «θέλω να ικανοποιώ τις ανάγκες μου στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό».

Ωραία τα λέμε, αλλά ήρθε και η ώρα που πρέπει να φύγω από το καφέ γιατί έχουμε και δουλειές. Ναι, αλλά «μάλλον» θα πρέπει να πληρώσω! Δηλαδή, το καφεδάκι, από το καφέ «έφυγε» προς εμένα, και αντίθετα, από εμένα «φεύγουν» χρήματα προς το καφέ. Σαν «συναλλαγές, ροές ή σχέσεις» μεταξύ μιας επιχείρησης και ενός ατόμου δεν ακούγονται;

Πλήρωσα 3,8 € για ένα fredo esperesso. Όχι ότι μου «πολυάρεσε», αλλά συνέχισα τη μέρα μου, μέχρι που έφτασα στο χώρο εργασίας μου. Εκεί, άρχισα τους υπολογισμούς! Αν πίνω στο καφέ, το espess-ακι μου κάθε μέρα, θα πληρώνω για καφέ περίπου 120€ το μήνα. Οι υπολογισμοί ήταν να μην αρχίσουν!. Και για κάτσε, αν εγώ βγάζω 1.200€ το μήνα, το 10% θα «πηγαίνει» για καφέ; Ή αν το μηνιαίο εισόδημά μου είναι 2.400€, το μερίδιο του καφέ θα είναι 5%; Και πως θα καλύπτω με το «περιορισμένο εισόδημά μου» τις άλλες ανάγκες μου, όπως για παράδειγμα, για τροφή, ντύσιμο, διασκέδαση, λογαριασμούς ρεύματος, τηλεφώνου, ενδεχομένως ενοικίου, κ.α;

 

Συμπέρασμα!

Άκου να δεις (μου λέω), από εδώ και πέρα, δεν θα πίνεις το καφεδάκι σου και μετά θα βλέπεις αν με τα υπόλοιπα χρήματα που έχεις αν μπορείς να καλύψεις τις υπόλοιπες ανάγκες σου. Θα κάνεις το αντίθετο. Δηλαδή λαμβάνοντας πρώτα υπόψη «το εισόδημα σου» θα φτιάξεις μια λίστα με «τι μπορείς να αγοράζεις και σε ποιες ποσότητες». Α και μη ξεχνάς να βάλεις και κάτι στην άκρη. Ποτέ δεν ξέρεις πως ξημερώνει ή αυριανή μέρα. Και βέβαια, αν ξεχάσεις το τελευταίο που λέγεται «αποταμίευση», το ταξιδάκι στην Τοσκάνη που σχεδιάζεις, θα μείνει στα σχέδια!

Κλείνοντας

Δεν θα χρειαζόμουν πάνω από μισή ώρα για να αφηγηθώ τις κινήσεις αλλά και τις σκέψεις των πρώτων 2-3 ωρών της μέρας μου. Μέσα σε αυτό το μικρό διάστημα, πιστεύω ότι θα «πέρναγα» έννοιες που αργότερα τα παιδιά θα διαβάσουν στο σχολικό τους βιβλίο.  Και ίσως, τότε, θυμηθούν την παραπάνω «ιστορία». Αν συμβεί αυτό, που θεωρώ ότι θα συμβεί, τα οικονομικά ακούσματα που έπονται δεν θα τους είναι τόσο «ξένα», μια και θα βρίσκονται πιο κοντά στην καθημερινότητα του καθηγητή τους, η οποία αναλογικά, είναι και δική τους.

 

ΥΓ. Εύχομαι οι παραπάνω απόψεις οι οποίες αναφέρονται και στο πρώτο μεταπτυχιακό μου "Why examples should precede theory" να φανούν χρήσιμες σε συναδέλφους καθηγητές , αλλά και σε μαθητές.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΑΟΘ) – Όταν οι ΔΥΟ άγνωστοι γίνονται ΕΝΑΣ

Υπάρχουν φορές, που η σκέψη μας προσπαθεί με ένα «σύνθετο» τρόπο να βρει τη λύση σε κάποιο ερώτημα που «εμφανίζεται» σαν δύσκολο.  Όμως η «πραγματικότητα»  δεν είναι πάντα αυτή της πρώτης ματιάς..

Για παράδειγμα, μπορεί σε μια σχέση να υπάρχουν δύο άγνωστοι (έστω ΡΑ και QDΑ) που μόνη της βέβαια δεν λύνεται. Και εκεί η πρώτη ματιά «απογοητεύεται»..

Πιο συγκεκριμένα, αν έχετε τη γραμμική συνάρτηση ζήτησης QD = 20 – 2Ρ, σας δίνουν ότι σε κάποιο σημείο Α ότι η  EDΑ = - 0,25, και σας ζητούν να προσδιορίσετε την ΡΑ και την QDA.

Παίρνεται (λογικά) τον τύπο ED = β*ΡΑ/QDA οπότε - 0,25 = - 2*PA/QDA και κάπου εκεί εμφανίζονται 2 άγνωστοι..Όμως για το QDA έχετε με το τι ισούται από την συνάρτηση. Επομένως οι ΔΥΟ άγνωστοι γίνονται ΕΝΑΣ.

Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσατε να συναντήσετε και σε άλλες σχέσεις μεταξύ Ρ και QD. Όπως για παράδειγμα στην συνολική δαπάνη (ΣΔ) όπου ξέρετε πολύ καλά ότι ΣΔ = Ρ*QD.

Για παράδειγμα , έστω ότι με δεδομένη την προηγούμενη συνάρτηση, σε κάποιο σημείο της καμπύλης ζήτησης σας δίνεται ότι η ΣΔ = 32, και ζητούνται τα ζεύγη τιμών και ζητούμενων ποσοτήτων στα οποία η ΣΔ θα ισούται με 32.

**Στο σημείο αυτό μη ξεχνάτε ότι στην ευθύγραμμη καμπύλη ζήτησης  υπάρχουν δύο ζεύγη τιμών και ζητούμενων ποσοτήτων που κάτω από μια προϋπόθεση θα μπορούσαν να έχουν την ίδια ΣΔ.

Θα έχετε λοιπόν ότι ΣΔ = Px*QDx οπότε 32 = Px*QDx. Πάλι «εμφανίζονται» δύο άγνωστοι.. Αλλά είπαμε και προηγουμένως ότι το ίσον του QDx το έχετε από τη συνάρτηση. Αντικαθιστώντας, θα σας βγει δευτεροβάθμια. Λύνοντας απλά θα βρείτε τις δύο ρίζες – τιμές που θέλετε.

Τα βιβλία μου για την ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΑΟΘ) μπορείτε να τα βρείτε εδώ: https://econtopia.gr/shop/

Καλή συνέχεια στην προσπάθειάς που κοντεύει στο τέλος της (επί του παρόντος..)

Η συνάρτηση ζήτησης QD = α + βΡ. Η κλίση της ευθείας. Β Μέρος-Η εξήγηση

Στο προηγούμενο άρθρο μου  https://econtopia.gr/h-synarthsh-zhthshs-kai-h-klish/ έθεσα ένα προβληματισμό στους μαθητές σχετικά με την κλίση μιας ευθύγραμμης καμπύλης ζήτησης που περιγράφεται από μια γραμμική συνάρτηση της μορφής QD = α + βΡ.

Σε αυτό το Β Μέρος θα δώσουμε την ερμηνεία αυτού του εμφανιζόμενου ως «παράδοξο της κλίσης» μεταξύ μαθηματικών και οικονομίας. 

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

‘Έστω η συνάρτηση Ψ = 20 -2Χ  (3), η οποία βέβαια είναι γραμμική της γενικής μορφής

 Ψ = αx + β  (1), όπου το α μας δείχνει την κλίση (συντελεστή διεύθυνσης) της συγκεκριμένης ευθείας.

Και πράγματι εύκολα μπορούμε να αποδείξουμε ότι το α είναι η κλίση της ευθείας και ισούται με - 2.

Κλίση = εφ θ = εφ (1800- ω) = - εφ ω = - 20/10 = - 2

ή  λ = ΔΨ/ΔΧ = ψ2-ψ1/χ2-χ1 = 16-12/2-4 = 4/-2 = -2

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ας θεωρήσουμε τη συνάρτηση ζήτησης QD = 20 – 2P  (4), η οποία είναι γραμμικής της γενικής μορφής QD = α + βΡ  (2).

Μέχρι στιγμής, συγκρίνοντας την (2) με την (1), δεν υπάρχει κάτι που θα μας «φανεί περίεργο».

Συγκεκριμένα

  • Το ότι στη θέση των α και β στην (1) έχουμε βάλει το β και α στην (2) ασφαλώς δεν μας ενδιαφέρει, δεδομένου ότι αυτές τις δύο σταθερές μπορούμε να τις ονομάσουμε με όποιο γράμμα θέλουμε.
  • Και ασφαλώς οι μεταβλητές της (2) είναι QD και Ρ, αντί των Χ και Ψ της (1).

Όμως κάνοντας γραφική παράσταση της (4) ή/και υπολογίζοντας την κλίση της, κάποια «πράγματα» αρχίζουν να μας μπερδεύουν..

Ποια είναι εκείνα που «εμφανίζονται» διαφορετικά:

  • Ενώ οι συναρτήσεις Ψ = 20 – 2Χ και QD = 20 – 2P «εμφανίζονται» ίδιες, το μέγιστο Ψ που εμφανίζεται στον κάθετο άξονα στο διάγραμμα (1) ισούται με 20, ενώ το μέγιστο Ρ που εμφανίζεται στον κάθετο άξονα στο διάγραμμα (2) ισούται με 10..

Στο ανάλογο συμπέρασμα καταλήγουμε και για τα δύο μέγιστα που εμφανίζονται στον οριζόντιο άξονα.

Κάτι σαν «αντίστροφη» λογική θα την ονομάζαμε.

  • Υπολογίζοντας την κλίση της ευθείας του διαγράμματος (2), καταλήγουμε στο ότι:

Κλίση = εφ θ = εφ (1800- ω) = - εφ ω = - 10/20 = - 1/2

ή  λ = ΔΡ/ΔQD = P2-P1/QD2-QD1 = 4-2/12-16 = 2/-4 = - 1/2

Δηλαδή, δύο ευθείες η Ψ = 20 – 2Χ και η QD = 20 – 2P, που «εμφανίζονται» της ίδιας μορφής, η κλίση της πρώτης ισούται με – 2, ενώ της δεύτερης ισούται

 με – 1/2.

Πάλι κάτι σαν «αντίστροφη» λογική θα την χαρακτηρίζαμε

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

  • Ενώ το α στην συνάρτηση Ψ = αX + β εκφράζει (ισούται με) την κλίση της ευθείας, στην συνάρτηση QD = α + βΡ, το αντίστοιχο β εμφανίζεται να μην εκφράζει την κλίση, αλλά το αντίστροφο της κλίσης.

Εάν το β αντιπροσώπευε την κλίση θα ίσχυε ότι β = ΔΡ/ΔQD και όχι β = ΔQD/ΔΡ, το οποίο (σωστά) χρησιμοποιούμε. Πάλι «αντίστροφα» μας φαίνονται.

  • Χρησιμοποιήσαμε πολλές φορές τη λέξη «αντίστροφα» και εκεί βρίσκεται η απάντηση στα προηγούμενα που μας προβληματίζουν μεταξύ μαθηματικών και οικονομίας.

Όπως γνωρίζουμε, στα μαθηματικά, την ανεξάρτητη μεταβλητή (Χ), την μετράμε στον οριζόντιο άξονα, ενώ στην οικονομία, η ανεξάρτητη μεταβλητή (Ρ) μετριέται στον κάθετο άξονα.

Δηλαδή, στα διαγράμματα οι άξονες είναι αντεστραμμένοι κατά 90 μοίρες.

Και εδώ ακριβώς γίνεται το μπέρδεμα μαθηματικών – οικονομίας. Δηλαδή ότι «πάμε» με τη σωστή μαθηματική λογική του διαγράμματος (1) όπου την κλίση την υπολογίζουμε ως προς τον άξονα xx’ (οριζόντιος άξονας), να υπολογίσουμε την κλίση της ευθείας του διαγράμματος (2) ως προς οριζόντιο άξονα. Όμως, όπως είπαμε, την ανεξάρτητη μεταβλητή που μετράμε στον οριζόντιο άξονα στα μαθηματικά, στην οικονομία την μετράμε στον κάθετο.

ΥΓ. Το σχολικό βιβλίο, στην ανάλυση της QD = α + βΡ, αναφέρει ότι «ο συντελεστής β εξαρτάται από την κλίση της ευθείας». Η λέξη εξαρτάται δείχνει γενικά μια σχέση. Ίσως θα μπορούσε να είναι περισσότερο συγκεκριμένο.

Η συνάρτηση ζήτησης QD = α + βΡ και η κλίση

Έστω η συνάρτηση ζήτησης QD = 20 – 2P (1) που βέβαια είναι γραμμική (της γενικής μορφής) QD = α + βΡ.

Αν πάρουμε δύο ζεύγη τιμών και ζητούμενων ποσοτήτων , έστω Ρ = 2, QD = 16 και

Ρ = 4, QD = 12 και στη συνέχεια υπολογίσουμε το β βάση του τύπου που χρησιμοποιούμε

(β = ΔQD/ΔΡ) θα καταλήξουμε ότι β = - 4/2 = - 2.

Και πράγματι, αυτό εμφανίζεται στην συνάρτηση (1) και ασφαλώς θα επαληθευόταν για οποιοδήποτε άλλο ζεύγος τιμών - ζητούμενων ποσοτήτων, δεδομένου ότι όπως «λέμε» είναι η κλίση της ευθείας η οποία φυσικά παραμένει σταθερή σε όλα τα σημεία της.

Εάν όμως κάνετε γραφική παράσταση της συνάρτησης και στη συνέχεια υπολογίστε όπως ξέρετε στα μαθηματικά (με την εφαπτομένη της γωνίας που σχηματίζεται με τον άξονα xx’) τον συντελεστή διεύθυνσης (κλίση) αυτής της ευθείας θα βρείτε ότι η κλίση ισούται με – 2 ή με κάποιο «άλλο αριθμό;»

Αφού το κάνετε μάλλον θα διαπιστώσετε ότι «κάτι δεν πάει καλά..»

Θα έχει ενδιαφέρον για εσας να βρείτε που είναι το πρόβλημα..

Ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή - Σημείου vs τόξου

Έστω η γραμμική συνάρτηση ζήτησης QD = 20 - 2P, ενός αγαθού Χ.

Για τιμές 2, 4 και 8, οι ζητούμενες ποσότητες (βάση της συνάρτησης) εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα ζήτησης.

PQD
216
412
84

 

Υπολογισμός ED σημείου

1)Η αρχική τιμή Ρ1=2 αυξάνεται σε Ρ2=4 (αύξηση 100%)

ED=ΔQD/ΔΡ*P1/QD1 = - 4/2*2/16 = - 0,25

2) Η αρχική τιμή Ρ1=2 αυξάνεται σε Ρ3=8 (αύξηση 300%)

ED=ΔQD/ΔΡ*P1/QD1 = - 12/6*2/16 = - 0,25

Συμπέρασμα

Είτε αυξηθεί η αρχική τιμή Ρ1 = 2 κατά 100%, είτε κατά 300%, ο βαθμός αντίδρασης του καταναλωτή  παραμένει σταθερός (ED = - 0,25). Δηλαδή για τον καταναλωτή εμφανίζεται να είναι "αδιάφορο" αν τα 2 € που πλρώνει για ένα αγαθό γίνουν 4 € ή 8€. Γνωρίζοντας τον εισοδηματικό περιορισμό,  βρίσκεται λογικό να συμβαίνει;

 

Υπολογισμός ED τόξου

Με τα προηγούμενα δεδομένα αύξησης της τιμής

1)ED=ΔQD/ΔΡ*P1+Ρ2/QD1+QD2 = - 4/2* 2+4/16+12 = - 0,42

2)ED=ΔQD/ΔΡ*P1+Ρ3/QD1+QD3 = - 12/6* 2+8/16+4 = - 1

Συμπέρασμα

Εδώ παρατηρούμε ότι ο βαθμός αντίδρασης του καταναλωτή στις συγκεκριμένες μεταβολές της τιμής διαφοροποιείται. Συγκεκριμένα, είναι μεγαλύτερος στην μεγαλύτερη ποσοστιαία μεταβολή της τιμής. Αυτό μήπως το θεωρείται περισσότερο "λογικό";

 

Κλείνοντας

Αφού λάβουμε υπόψη ότι η ED δείχνει την ποσοστιαία μείωση της ζητούμενης ποσότητας σε μια αύξηση της τιμής κατά 1%, είμαστε πιο κοντά να καταλήξουμε στα παρακάτω:

Η ED τόξου είναι πολύ περισσότερο αντιπροσωπευτική του βαθμού αντίδρασης των καταναλωτών σε μεταβολή της τιμής των αγαθών. Ιδιαίτερα αν η μεταβολή της τιμής είναι μεγάλη.

Η ED σημείου, στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται για απειροελάχιστες ή πολύ  μικρές μεταβολές της τιμής ενός αγαθού.

ΥΓ.Η προηγούμενη ανάλυση δεν αναφέρεται στο σχολικό βιβλίο. Και βέβαια σκοπός της δεν είναι να "μπερδέψει" τους μαθητές σε αυτά που διδάσκονται για τις πανελλαδικλές εξετάσεις, αλλά να αναφέρει πότε χρησιμοποιούμε την ED σημείου και τόξου στην πραγματικότητα.

 

Χρηματικό και πραγματικό κόστος αγαθού. Πως συνδέονται

Τροφή σκέψης για τους μαθητές

Στο σχολικό βιβλίο αναφέρεται ότι «Το χρηματικό κόστος δεν είναι παρά το πραγματικό ή εναλλακτικό κόστος εκφρασμένο σε χρήμα (π.χ. ευρώ)».

Ίσως αυτή η πρόταση να μην είναι κατανοητή από το σύνολο των μαθητών, οπότε θα δυσκολευτούν να απαντήσουν σε πιθανό σχετιζόμενο ερώτημα.

Θα ήθελα να σας πω τι ΔΕΝ σημαίνει.

Για παράδειγμα, αν το ΚΕΧ (σε όρους του Ψ) ισούται με 2. Αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι το χρηματικό κόστος του αγαθού Χ ισούται με 2. Και αυτό γιατί το 2 εκφράζει ποσότητα αγαθού και όχι χρηματική αξία αγαθού.

Έχει ενδιαφέρον για τους μαθητές να σκεφτούν ποιο στοιχείο του Ψ τους λείπει για να μπορέσουν, σε αυτή την περίπτωση, να υπολογίσουν το χρηματικό κόστους του αγαθού Χ.

Για σκεφτείτε το και εδώ είμαστε..

Πληθωρισμός, Επιτόκια και Στασιμοπληθωρισμός – Ένα εκρηκτικό μείγμα

Και να, λοιπόν, που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα εκρηκτικό μείγμα, στο οποίο επιτόκια και πληθωρισμός αυξάνονται, ενώ ταυτόχρονα ο στασιμοπληθωρισμός εμφανίζεται να εδραιώνεται.

Πληθωρισμός

Μετά από χρόνια αντιπληθωρισμού, δηλαδή, σταδιακής μείωσης του γενικού επιπέδου των τιμών, θυμηθήκαμε την «ξεχασμένη» έννοια του πληθωρισμού. Εκείνη, τη δυσάρεστη κατάσταση, η οποία μας κάνει «φτωχότερους». Και γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι, ενώ το ονομαστικό μας εισόδημα παραμένει σταθερό, το πραγματικό μειώνεται.

Πράγματι, πηγαίνοντας στο Super Market, για παράδειγμα, με 100€, αγοράζουμε λιγότερα προϊόντα ή μακρότερες ποσότητες από αυτά που αγοράζαμε. Και ο λόγος βέβαια είναι ότι αυξήθηκαν οι τιμές των προϊόντων.

Αναμφίβολα, όλοι «βιώνουμε» τις αυξήσεις που έχουν καταγραφεί στο πετρέλαιο, στη βενζίνη, στο φυσικό αέριο, στα τρόφιμα. Κάτι που σημαίνει αύξηση του κόστους ζωής.

Βέβαια, όπως και σε κάθε κατάσταση, δεν υπάρχουν μόνο «χαμένοι». Κάποιοι βγαίνουν  ωφελημένοι. Στην περίπτωση ύπαρξης πληθωρισμού, οι «τυχεροί» είναι εκείνοι που έχουν συνάψει δάνειο με σταθερό επιτόκιο. Και αυτό, γιατί τα χρήματα που πληρώνουν για τη δόση του δανείου τους, στην πραγματικότητα, έχουν μικρότερη αξία.

Για παράδειγμα, αν κάποιος δανείστηκε για ένα χρόνο 1.000 € και ο ρυθμός πληθωρισμού στο τέλος του έτους διαμορφώθηκε στο 10%, τότε ο δανειζόμενος θα επιστρέψει ασφαλώς τα 1.000 € (συν τον τόκο), αλλά η πραγματική  αξία των 1.000 € θα ισούται με 1.000 / 1,1 = 909 €.

Το παραπάνω βέβαια θα ισχύει - όπως ήδη αναφέραμε - αν τα επιτόκια παραμένουν σταθερά.

Επιτόκια

Η κλασικό όπλο της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, είναι η αύξηση των επιτοκίων. Το οποίο συμβαίνει σε Ευρώπη και ΗΠΑ, εδώ και μήνες.

Πως λειτουργεί αυτό;

«Η αύξηση των επιτοκίων, θεωρητικά αποτελεί αντικίνητρο για κατανάλωση, δεδομένου ότι τα υψηλά επιτόκια κάνουν «ελκυστική» την αποταμίευση. Και εφόσον, μειώνεται η κατανάλωση (ζήτηση), οι τιμές των αγαθών θα σταματήσουν να αυξάνονται ή/και θα αρχίσουν να μειώνονται (αποπληθωρισμός)».

Στασιμοπληθωρισμός

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στην παγκόσμια οικονομία, επικρατούσε η άποψη ότι υψηλός πληθωρισμός και υψηλή ανεργία δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν.    Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τις εμπειρικές παρατηρήσεις του Νεοζηλανδού οικονομολόγου William Phillips (1914 –1975), η αύξηση του πληθωρισμού  οδηγούσε σε μείωση της ανεργίας και αντίστροφα.

Η λογική του Phillips βασιζόταν στο γεγονός ότι, όταν η οικονομία βρίσκεται σε άνοδο, οι τιμές αυξάνονται, εμφανίζεται, δηλαδή, πληθωρισμός. Παράλληλα, όμως, η ανοδική πορεία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, άρα μειώνεται η ανεργία.

Και, πράγματι, για τις προηγούμενες δεκαετίες του ’70, τότε που η παγκοσμιοποίηση δεν είχε εδραιωθεί - επομένως και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών -  η παραπάνω «λογική» ήταν συμβατή (τουλάχιστον σε βραχυχρόνιο επίπεδο) με τα μέχρι τότε δεδομένα της οικονομικής θεωρίας.

Όμως, η πρώτη πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με την έκρηξη του 4ου Αραβοϊσραηλινού πολέμου, ήρθε για να αναθεωρήσει την προηγούμενη άποψη.

Λίγο μετά την έναρξη του πολέμου (1973), ο Οργανισμός Αραβικών Εξαγωγέων Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (OAPEC), αύξησε την τιμή του πετρελαίου κατά 70%, ενώ λίγο αργότερα, επέβαλε πλήρες εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, Καναδά, Ιαπωνία και Ολλανδία (και έμμεσα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη).

Το αποτέλεσμα ήταν ο τριπλασιασμός της διεθνούς τιμής του πετρελαίου μέσα σε τέσσερεις μόλις μήνες, παρασύροντας σε αύξηση και τις τιμές των περισσότερων αγαθών.

Τα επόμενα χρόνια, από το 1975 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, χαρακτηρίστηκαν, ιδιαίτερα για τις χώρες εισαγωγείς πετρελαίου, από χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με αυξημένη ανεργία αλλά και, ταυτόχρονα, με υψηλό πληθωρισμό.

 Η έννοια του στασιμοπληθωρισμού εμφανίστηκε για να προστεθεί στη μέχρι τότε οικονομική γνώση και να «μας μάθει» ότι πληθωρισμό μπορεί να έχουμε ακόμα και στη φάση της στασιμότητας της οικονομίας (ύφεσης) όπου υπάρχει αυξημένη ανεργία. Επομένως, οι δύο έννοιες πληθωρισμός και ανεργία, μπορούσαν να συνυπάρχουν.

Το εκρηκτικό μείγμα

Έχοντας περάσει τις οδυνηρές συνέπειες από τα μνημονιακά χρόνια, 2010 – 2018, και στη συνέχεια, της πανδημίας που προκλήθηκε από τον Covid – 19, εμφανίζονται τώρα - ενώ η οικονομία προσπαθούσε να ανακάμψει – πληθωρισμός. Και όπως αναφέραμε, προηγουμένως, αυξάνονται - για την αντιμετώπισή του - τα επιτόκια.

Αυτή, όμως, η αύξηση των επιτοκίων, δεν «βγάζει ιδιαίτερα» προς τα έξω, ότι αφορά την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, και όχι των επιτοκίων καταθέσεων.

Οι συνέπειες, λοιπόν,  για εκείνον που έχει συνάψει δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, ποιες είναι;

«Η αύξηση των επιτοκίων, να του «αφαιρεί» το όφελος της ύπαρξης πληθωρισμού!».

Ταυτόχρονα δε, οι όποιες, καταθέσεις του να «πριμοδοτούνται» με ένα επιτόκιο, πολύ κοντά, στο μηδέν!

Πρόσθετα, ο ονομαστικός μισθός, παραμένει σταθερός. Όπως, ήδη αναφέραμε, αυτό σημαίνει «λιγότερα χρήματα στην τσέπη μας».

Την ίδια στιγμή, η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, δηλαδή η αύξηση του κόστους του χρήματος, αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις ή γενικότερα, το άνοιγμα νέων επιχειρήσεων. Κάτι που θα ωθούσε την οικονομία στην άνοδο.

 

Αυτός ο συνδυασμός, οδηγεί σε μια «νέα» φτωχοποίηση, σε συνέχεια αυτής των προηγούμενων ετών.

Μήπως, όπως στα χρόνια της κρίσης, έγιναν 3 κινήσεις ανακεφαλοποίησης του κλάδου των Τραπεζών, στις οποίες συμμετείχαν οι πολίτες, κατ΄ ελάχιστο με την αύξηση των φορολογικών συ τελεστών -,  θα πρέπει να γίνουν και αντίστοιχες, για την ανακεφαλοποίηση του πολίτη;

Στο βιβλίο μου «164 ΣΕΛΙΔΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ-Μια περιήγηση στον πραγματικότητα κόσμο», μπορείτε να βρείτε μεγαλύτερη ανάλυση των θεμάτων του άρθρου, με παραδείγματα, ιστορικές αναφορές και ειδική μνεία στην Ελλάδα. Μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου μου, βρίσκεται εδώ: https://econtopia.gr/vivlio-kykloforhse-164-selides-oikonomias-mia-perihghsh-ston-pragmatiko-ths-kosmo/