Η υπερπληροφόρηση και το τίμημα της δωρεάν [..] απόκτησής της.

Εδώ και αρκετά χρόνια ζούμε την εποχή όπου ένα laptop και μια σύνδεση στο internet είναι αρκετά για να μας απαλλάξουν από την «επίπονη» αναζήτηση της πληροφορίας που χρειαζόμαστε. Και μάλιστα (στις περισσότερες φορές) με δωρεάν πρόσβαση - κάτι σαν free access to information. Γεια σου δωρεάν υπερπληροφόρηση!

Αυτή η υπερπληροφόρηση!

Πράγματι εύκολα μπορούμε να αποκτήσουμε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών που βέβαια θα πρέπει να ελεγχθούν, αξιολογηθούν ως προς την πραγματική χρησιμότητά τους αλλά και την αξιοπιστία τους σε σχέση με αυτό που εμείς χρειαζόμαστε.

Αυτή η διαδικασία ελέγχου – απαραίτητη για να οδηγηθεί κάποιος σε ικανοποιητικά συμπεράσματα - απαιτεί χρόνο, κριτική ικανότητα και αποφυγή «παράδρομων» που θα εκτρέψουν τη σκέψη από την συγκεκριμένη επί του εκάστοτε θέματος πορεία.

Ασφαλώς η προηγούμενη αναφορά έχει εφαρμογή, ή πρέπει να έχει, και για την οποιανδήποτε (πέραν αυτής του διαδικτύου) πηγή άντλησης της πληροφορίας. Ένα όμως θέμα που δεν πρέπει να αγνοήσουμε είναι αν στον ήδη «πιεσμένο» διαθέσιμο χρόνο υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την αποτελεσματική «αντιμετώπιση» της υπερπληροφόρησης.

Δωρεάν: Τι ακριβώς σημαίνει η λέξη;

Από τα πρώτα οικονομικά ακούσματα καταλάβαμε (αναλύοντας το εναλλακτικό κόστος των αγαθών – υπηρεσιών) ότι η λέξη δωρεάν με την κυριολεκτική της έννοια (και όταν δεν αναφερόμαστε στα ελεύθερα στη φύση αγαθά) δεν υπάρχει.

Πράγματι, και όχι μόνο από οικονομικής σκοπιάς, αλλά στη ζωή γενικότερα όταν κάνεις μια κίνηση «στερείς» από τον εαυτό σου τη δυνατότητα μιας άλλης εναλλακτικής. Επομένως ακόμα και όταν δεν υπάρχει χρηματικό κόστος το άτομο άτυπα συμφωνεί στην αποδοχή της απώλειας (θυσίας) κάποιας διαφορετικής κατάστασης. Με αυτή λοιπόν την έννοια η ύπαρξη της λέξης δωρεάν στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη.

Το τίμημα του «δήθεν» δωρεάν

Έχει ενδιαφέρον να αναλογιστούμε αν στην πορεία της διαδικτυακής πληροφόρησης οι ρόλοι πομπού και δέκτη είναι ξεκάθαροι ή αν εναλλάσσονται διαμορφώνοντας μια «άτυπη» αμφίδρομη επικοινωνία.

Η πρώτη ανάγνωση του παραπάνω προβληματισμού φωτογραφίζει ένα δέκτη που άκοπα και χωρίς κόστος βρίσκει δεκάδες πομπούς - συνδέσμους (links) που σχετίζονται με αυτό που ψάχνει. Τι το ποιο ευχάριστο μέχρι στιγμής; - με τις επιφυλάξεις βέβαια που αφορούν τον τρόπο και χρόνο αντιμετώπισης του μεγάλου όγκου της πληροφορίας και της αξιοπιστίας της στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως.

Με μια δεύτερη ανάγνωση αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι σε κάθε «στάση» μας στο απέραντο κόσμο του διαδικτύου η «αλίευση» της πληροφορίας πληρώνεται με το ότι αφήνουμε μια (ενδεχομένως θολή) «φωτοτυπία» της ταυτότητάς μας. Και αυτό βέβαια μας φέρνει πιο κοντά στο να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι τίποτα δεν μας χαρίζεται.

Κατάληξη

Αν η σκέψη μας «δεχτεί» να καταγράψει με πόσους πολλούς διαφορετικούς τρόπους δηλώνουμε κάθε μέρα (μεταφορικά και κυριολεκτικά) το «στίγμα» μας μέσω του διαδικτύου, των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Social media) και των αντίστοιχων της τηλεπικοινωνίας μάλλον θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βιώνουμε την εποχή του «χαμένου ιδιωτικού χώρου».

Εκεί όπου «μας ξέρουν χωρίς να μας γνωρίζουν», όπου «ελάχιστα μένουν να αποκαλύψουμε για την ταυτότητά μας μια και τα περισσότερα τα έχουμε ήδη πει», όπου το νέο περιβάλλον δυσκολεύει πολύ την δυνατότητα διαφυγής μας από μια προκαθορισμένη [;;] πορεία.

Αναπόφευκτη η συνειρμική συνάντηση με κάποια σημεία του (κατά πολλούς ιδιαίτερα προφητικού) αριστουργήματος του Aldus Huxley, Brave new world.

Μέσα από αντίστοιχα μονοπάτια σκέψης έρχεται η στιγμή που απομυθοποιείς την ύπαρξη του δωρεάν, αμφισβητείς την πραγματική χρησιμότητα της υπερπληροφόρησης ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιείς ότι από το «Τα εν οίκω μη εν δήμω» αφαίρεσες χωρίς να το αντιληφθείς το «μη».

Και λίγο πριν «προδώσουμε» και τα λίγα κρυμμένα που μας έχουν απομείνει ξεπροβάλλει μια σειρά ερωτημάτων που επιτακτικά αναζητούν απαντήσεις.
Πως προέκυψε το χαμένο privacy; Ήταν κάτι το προδιαγραμμένο; Η απώλεια της ιδιωτικότητας ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της ευρύτητας της πληροφόρησης ή υπάρχει τρόπος να συνδυαστούν και τα δύο;

Bail-in vs. Bail-out: Οι δύο μορφές διάσωσης των τραπεζών

Bail-in και bail-out είναι έννοιες που αναφέρονται σε περιπτώσεις οικονομικής βοήθειας προς επιχειρήσεις, τράπεζες ή κράτη όταν υπάρχει πιθανότητα χρεοκοπίας. Τι ακριβώς όμως είναι, σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν και ποιό έχει επικρατήσει πλέον ως αυτό που μεγιστοποιεί το κοινωνικό συμφέρον;

Οι έννοιες

Το bailout περιγράφει τον τρόπο διάσωσης εταιρειών (ή κρατών, τραπεζών) μέσω εξωτερικής ανακεφαλαιοποίησης από τους φορολογούμενους. Συνήθως πραγματοποιείται σε τράπεζες εν καιρώ κρίσης οι οποίες πιστεύεται πως αν χρεοκοπήσουν θα βλάψουν αναπόφευκτα το χρηματοπιστωτικό σύστημα (systemic banks). Το bail-in είναι μια άλλη μορφή διάσωσης η οποία πραγματοποιείται μέσω χρηματοδότησης από τους ίδιους τους μετόχους και πιστωτές των τραπεζών και όχι από τους φορολογούμενους. Στις τράπεζες αυτό γίνεται συνήθως με μετατροπή των ομολόγων και μετοχών της τράπεζας σε κεφάλαιο ή με κούρεμα καταθέσεων.

Bail-out και Ελλάδα

Ο μηχανισμός του bail-out χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα για την διάσωση των ελληνικών τραπεζών μετά την κρίση του 2010. Τα κεφάλαια διάσωσης των τραπεζών προήλθαν από τους δανειστές και αποπληρώθηκαν από τους Έλληνες φορολογούμενους αφήνοντας έτσι τους πιστωτές των τραπεζών χωρίς συμμετοχή στην διάσωση. Ως αποτέλεσμα, χρειάστηκε περαιτέρω ενίσχυση των μέτρων λιτότητας με σκοπό την αύξηση των φόρων που χρειάζονταν για τους σκοπούς της ανακεφαλαιοποίησης.

Bail-in και κόσμος

Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο ξόδεψαν περίπου ένα τρις δολάρια προερχόμενα από φόρους για να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες κάνοντας χρήση του bail-out.  Το κύμα αντιδράσεων σε Ευρώπη και Αμερική ήταν τεράστιο. Αποτέλεσμα ήταν να υιοθετηθεί μια νέα μορφή χρηματοδότησης, αυτή την φορά από τους πιστωτές τους τραπεζών, το bail-in.

Η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που έκανε χρήση του bail-in κατά τη διάρκεια της κρίσης το 2012-2013. Συγκεκριμένα, στην Τράπεζα Κύπρου έγινε κούρεμα στις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ και ποσοστό από μετοχές και ομόλογα μετατράπηκαν σε τραπεζικό κεφάλαιο. Το ποσοστό του κουρέματος άγγιζε το 48% της κάθε κατάθεσης. Αξίζει να σημειωθεί πως οι καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ δεν συμμετείχαν στο bail-in όπως ορίζει η σχετική νομοθεσία. Το 2017 το bail-in χρησιμοποιήθηκε επίσης για την διάσωση της τέταρτης μεγαλύτερης τράπεζας της Ισπανίας, Banco Popular Espanol SA. Και στις δύο περιπτώσεις οι διασώσεις επηρέασαν μόνο τους σχετιζόμενους με την τράπεζα και όχι τους φορολογούμενους.

Ευρωπαϊκή Ένωση: Προς την επικράτηση του bail-in

Τα μαθήματα του παρελθόντος δημιούργησαν την ανάγκη για νέες πολιτικές σε περίπτωση πτώχευσης των τραπεζών, στις οποίες το βάρος θα σηκώνεται από τους χρηματοδότες και μετόχους των τραπεζών και όχι από τους φορολογούμενους. Το 2014 στην Ευρώπη εισηγήθηκε το  Bank Recovery and Resolution Directive που χαρακτηρίζει το bail-in τον βασικό τρόπο διάσωσης των τραπεζών. Διασφαλίζει πως σε περίπτωση ανάγκης, οι μέτοχοι και πιστωτές των τραπεζών θα πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους. Αν αυτό δεν επαρκεί, τότε θα επεμβαίνουν τα κράτη με την χρήση του bail-out.

Εν κατακλείδι…

Η λογική του bail-out είναι ο διαμοιρασμός των ζημιών σε πολλούς  έτσι ώστε το κόστος που αντιστοιχεί στον κάθε φορολογούμενο να είναι μειωμένο. Επίσης, λόγου του σημαντικού ρόλου των τραπεζών στην οικονομία από πολλούς η διάσωση θεωρείται αναγκαία και με κάθε τρόπο. Από την άλλη, οι τράπεζες ως κερδοφόρες επιχειρήσεις θα πρέπει να επωμίζονται τα κόστη τους. Επομένως, και σύμφωνα με τις καινούριες οδηγίες της ΕΕ, τα κόστη πλέον θα βαραίνουν τους σχετιζόμενους και μόνο με αυτή.

 

Στέλιος Τσιάρας, Υποψήφιος διδάκτορας οικονομικών, University of Surrey

 

Η καμπύλη Laffer και η Ελληνική πραγματικότητα.

Θα γυρίσουμε 44 χρόνια πίσω στο 1974 για να θυμηθούμε μια ιστορία που έχει λάβει θρυλικές διαστάσεις ακόμα και σήμερα. Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία της εποχής, το 1974 ο οικονομολόγος Arthur Laffer σε μια συνάντηση του με δημοσιογράφους της “Wall Street Journal” και αμερικανούς ρεπουμπλικάνους πολιτικούς, χάραξε πάνω σε μια χαρτοπετσέτα την ομώνυμη καμπύλη στην προσπάθεια του να επιχειρηματολογήσει εναντίον της σχεδιαζόμενης αύξησης φόρων από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Gerald Ford.

Η περίφημη αυτή καμπύλη (Laffer curve) έχει την εξής μορφή:

Laffer curve

Τι μας δείχνει η  καμπύλη Laffer

Εκ πρώτης όψεως, η καμπύλη αυτή μας δείχνει ότι όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν το κράτος δεν εισπράττει καθόλου έσοδα. Επίσης μας δείχνει ότι αν ο φορολογικός συντελεστής είναι στο 100% πάλι τα έσοδα θα είναι μηδενικά για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν θα έχει κίνητρο να δουλέψει από την στιγμή που το κράτος θα του πάρει δια των φόρων όλο του το εισόδημα.

Εκτός από τα παραπάνω προφανή συμπεράσματα αυτό που διαπίστωσε ο Laffer είναι ότι ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα άκρα υπάρχει ένας ιδανικός φορολογικός συντελεστής που μεγιστοποιεί τα κρατικά έσοδα (στο παραπάνω διάγραμμα σημειώνεται ως t*). Κατά συνέπεια όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι μικρότερος από τον ιδανικό το κράτος δύναται να τον αυξήσει προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα φορολογικά του έσοδα. Αντίστροφα όμως όταν ο τρέχων φορολογικός συντελεστής είναι μεγαλύτερος από τον ιδανικό το κράτος εισπράττει λιγότερα έσοδα από όσα θα μπορούσε έχοντας μικρότερο φορολογικό συντελεστή! Μια περίπτωση που για την χώρα μας είναι μάλλον ιδιαιτέρως οικεία τα τελευταία δέκα χρόνια.

Αν και η ιδέα αυτή αποδίδεται ακόμα και στον John Maynard Keynes αρκετά πριν τον Laffer, εμπεριέχει ένα δίδαγμα αρκετά χρήσιμο για την χώρα μας. Μια σημαντική αύξηση των φορολογικών συντελεστών (Taxes - incentives) μπορεί να οδηγήσει πάνω από το ιδανικό επίπεδο και κατά συνέπεια σε λιγότερα φορολογικά έσοδα για το Δημόσιο. Παράλληλα πλήττεται η κατανάλωση, οι επενδύσεις και εν τέλει η ίδια η οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Η Ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με την καμπύλη Laffer

Την παραπάνω ιστορία επιλέξαμε να την θυμηθούμε διότι η αίσθηση της υπερφορολόγησης στην χώρα μας, επιβεβαιώθηκε μέσω του ΟΟΣΑ που μας ενημέρωσε για δύο μάλλον θλιβερές αλλά σίγουρα επώδυνες πρωτιές για την Ελλάδα.

Στο διάστημα 2007-2016 η φορολόγηση της χώρας μας αυξήθηκε κατά 7,4 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία! Συγκεκριμένα την διετία 2015-2016 είχαμε αύξηση σχεδόν κατά 3 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ, φυσικά και πάλι την υψηλότερη εντός των 34 μελών του οργανισμού.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη που κατά το ίδιο χρονικό διάστημα τα κρατικά έσοδα υποφέρουν και η χώρα είναι βυθισμένη σε ύφεση ή έστω αναιμική ανάπτυξη. Παράλληλα αποτελεί υψηλή αναγκαιότητα η επανεξέταση του ζητήματος της φορολογίας συνολικά, ιδιαίτερα τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται στην «μεταμνημονιακή» εποχή.

Δημήτρης Νταγιάντης, M.Sc. in Applied Economics & Finance, AUEB

Η «εκτροπή» του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας από την πολιτική.

Η οικονομία είναι η επιστήμη η οποία (μεταξύ άλλων) προσπαθεί να διαχειριστεί κατάλληλα τη λέξη «επιλογή», Βεβαίως απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη της σύγκρισης. Πρέπει λοιπόν να επιλέξει - μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών - την καλύτερη δυνατή χρήση των περιορισμένης ποσότητας παραγωγικών συντελεστών ώστε να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση βελτίωσης του «γενικού» καλού.

Προς την κατεύθυνση αυτή θεμελίωσε κανόνες οι οποίοι (πάντα κάτω από τους απαραίτητους περιοριστικούς παράγοντες) στοχεύουν στην κοινωνική ευημερία που ανά περίπτωση μπορεί να «εκφράζεται» με τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας, του εισοδήματος και των κερδών ή με την ελαχιστοποίηση του κόστους και τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων που εμφανίζονται για το σύνολο όταν η άσκηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα «ατομικιστική» λογική.

Τα οικονομικά υποδείγματα σπάνια περιγράφονται από γραμμικές σχέσεις δεδομένου ότι είναι από τη φύση τους πολυπαραγοντικά. Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η πολυπλοκότητά τους βρίσκονται αφενός στο «απρόοπτο» της συμπεριφοράς που είναι σαν στοιχείο ενσωματωμένο στην ανθρώπινη υπόσταση και αφετέρου στην ύπαρξη – εμφάνιση αστάθμητων παραγόντων που δεν είναι (πάντα) δυνατή η ακριβής αναγνώριση και στη συνέχεια η αντιπροσωπευτική στάθμισή τους.

Η υπερεκτίμηση των οικονομικών δυνατοτήτων μας.

Πολλοί δεν αποδέχονται ότι οι καταναλωτές λειτουργούν ορθολογικά επικαλούμενοι τα συμπεριφορικά οικονομικά (behaviorαl  economics) (Περισσότερα στο http://www.xenophon.gr/ - 3ο τεύχος, Ιούνιος 2018, Προσεγγίζοντας τα Συμπεριφορικά Οικονομικά, Μανώλης Αναστόπουλος) η λογική των οποίων πράγματι δυσκολεύει έως και καταργεί την ύπαρξη ορθολογικής συμπεριφοράς (rational behavior) στα άτομα.

Ανεξάρτητα από την άποψή μας για το θέμα (Human beings vs Economics) σε αυτή την ανάλυση θέλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι ο ονομαζόμενος ορθολογικός καταναλωτής επιτυγχάνει την επιδίωξή του (μεγιστοποίηση της χρησιμότητας από την κατανάλωση) κάτω από τους περιορισμούς του εισοδήματος και των τιμών.

Με τη χρήση λοιπόν καμπυλών αδιαφορίας και της γραμμής του εισοδηματικού περιορισμού βρίσκουμε την ισορροπία του στο σήμερα όπως και την μελλοντική (διαγραμματικά μετατοπίζοντας ανάλογα τις καμπύλες) σε περίπτωση μεταβολής εισοδήματος, τιμών, προτιμήσεων, κ.α.

Στο σημείο αυτό πρέπει να «συνειδητοποιήσουμε» ότι αν στην σύγχρονη εποχή υπάρχουν περίοδοι που το εισόδημα εμφανίζει μεγάλη (εικονική) αύξηση λόγω υπερδανεισμού ή διαφόρων άλλων μεθόδων[..] δεν φταίει η οικονομική επιστήμη που το άτομο αγνοεί ή μπερδεύει ποιες είναι οι πραγματικές οικονομικές δυνατότητές του. Σαν αποτέλεσμα οδηγείται σε μια «παραπλανητική» ισορροπία και φυσικά καταργεί την (πραγματική) έννοια του ορθολογικού καταναλωτή.

Πολύ δε περισσότερο αν τα άτομα έντεχνα «πιέζονται» από την ατμόσφαιρα προς την κατεύθυνση της προηγούμενα αναφερθείσας καταναλωτικής συμπεριφοράς - ασφαλώς δεν είναι η οικονομική επιστήμη υπεύθυνη αλλά άλλοι χώροι[..] με άλλες βλέψεις.

Η «εισβολή» της πολιτικής στην οικονομία

Ένας από τους μεγάλους οικονομολόγους ήταν ο Ιταλός Vilfredo Pareto  (1848 – 1923) με σπουδαία συμμετοχή στην οικονομία και την οικονομετρία.

Μέσα στο σπουδαίο έργο του ξεχωριστή θέση έχει η έννοια της κατά Pareto αποτελεσματικότητας (Pareto efficiency) η οποία επιτυγχάνεται όταν η χρήση των συντελεστών παραγωγής είναι τόσο κοινωνικά «σωστή» ώστε δεν υπάρχει δυνατότητα με μια διαφορετική επιλογή στη χρήση τους να βελτιώσουμε τη θέση κάποιου χωρίς να χειροτερεύσουμε την κατάσταση άλλου.

Σχετικά με την εν λόγω αποτελεσματικότητα έχει ενδιαφέρον όταν αναφερόμαστε στην αποτυχία του οικονομικού συστήματος (market failure) με την ύπαρξη αρνητικών εξωτερικών καταστάσεων (negative externalities) και την τεράστια ανισοκατανομή του εισοδήματος να ερευνήσουμε αν ο λόγος βρίσκεται σε λάθος οικονομικών κανόνων ή σε αλλοίωση της αποτελεσματικότητάς τους λόγω πολιτικής παρέμβασης ή της εσκεμμένης απουσίας της.

Αν ένα οικονομικό μοντέλο «χάσει» την αποτελεσματικότητά του λόγω βίαιας παρέμβασης της πολιτικής λογικής ασφαλώς δεν θα το χαρακτηρίσουμε σαν αναποτελεσματικό.

Τι τελευταίες μέρες συζητείται το ενδεχόμενο να αναβληθεί η μείωση των συντάξεων (που έχει ακουστεί ότι θα εφαρμοστεί από τις αρχές του 2019) αλλά ταυτόχρονα να περικοπούν εξαγγελθέντα (για τις ασθενέστερες εισοδηματικά ομάδες) μέτρα όπως αυτά της επιδότησης του ενοικίου και άλλων επιδομάτων.

Επειδή η προηγούμενη αναφορά μας θα διαβαστεί από αρκετούς με «κομματική αντίληψη» θέλουμε να διευκρινίσουμε για μια ακόμα φορά ότι οι σκέψεις μας βασίζονται σε οικονομικά και μόνο δεδομένα. Οι κομματικές απόψεις του καθενός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό στο οποίο ασφαλώς δεν παρεμβαίνουμε αλλά και βρίσκεται εκτός των ενδιαφερόντων μας.

Θυμηθείτε την κατά Pareto  αποτελεσματικότητα και σε σχέση με το προηγούμενο παράδειγμα βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα για το αν η οικονομία μας τα «λέει λάθος» ή αν η πολιτική για τους λόγους της «εισβάλλει» στο χώρο της πρώτης ακυρώνοντας την αποτελεσματικότητα (αλήθεια) των οικονομικών αρχών και κανόνων.