Φωτογραφίζοντας την Οικονομία μέσα από την παγίδα ρευστότητας

Περιγράφουμε λοιπόν μια οικονομία όπου αποπληθωρισμός και (σχεδόν) μηδενικά επιτόκια συνυπάρχουν.

Το πλεονάζον χρήμα (αν υπάρχει) δεν έχει λόγο να βγει από το σεντούκι (μηδενικά επιτόκια) με ταυτόχρονο stand by των επενδύσεων μια και συνδυαστικά με τον προηγούμενο  λόγο αναμένεται περαιτέρω πτώση των τιμών.

Φτιάξαμε λοιπόν μια τέλεια παγίδα ρευστότητας (liquidity trap) που ακυρώνει και την αποτελεσματικότητα της όποιας αύξησης της ποσότητας χρήματος  (θa μπορούσε να υπάρχει).

Και μέσα σε αυτόν τον  φαύλο κύκλο νέων μειώσεων στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, πως μπορούμε να περιμένουμε (πραγματική) μείωση της ανεργίας επομένως και αύξησης  των εισοδημάτων;

Κάτι από ΗΠΑ μετά το 1930 μας θυμίζει μόνο που δεν υπάρχει ο John M. Keynes για να μιλήσει (αλλά και να τον ακούσουμε..) και εμείς αναζητούμε λύση χωρίς ουσιαστική ελευθερία άσκησης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.

Πάρα πολύ δύσκολο…

Η παρουσία μας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Μόδα, συνήθεια, ανάγκη ή κάτι άλλο;

Σε έκανα tag! Τι postαρισμα ήταν αυτό; ..το έκανα αμέσως share. Σε είδα στο αεροδρόμιο! Έλα τώρα μην είσαι τόσο αυστηρός όταν γράφεις! Σερφάρω! Φανταστική φωτογραφία! Κοίτα τι ανέβασα! Μπες inbox. Είστε πανέμορφοι! Κομματάρα! Στου στέλνω στο messenger. Μου τέλειωσαν τα δεδομένα.

Περιγραφές που θυμίζουν τον εκφυλισμό της Ελληνικής γλώσσας, μια αόρατη παρακολούθηση των κινήσεων μας, το τέλος της έννοιας του προσωπικού (ιδιωτικού) χώρου, μια απίστευτη αρμονία [..] στις σχέσεις, και βέβαια τη σαφή προτίμηση της εξ’ αποστάσεως επικοινωνίας.

Και μέσα σε αυτό το «νέο» πλαίσιο που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις κινούμαστε καθημερινά, αν όχι όλοι - οι πολύ περισσότεροι.

Ξεπερνώντας την «μαγική» δυνατότητα ορισμένων να κατακρίνουν άλλους για την πολύωρη παρουσία τους στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ενώ οι ίδιοι δεν «είναι μέσα» οι σκέψεις μας προχωρούν στους ποικίλους λόγους που μας οδηγούν σε αυτό το μοντέλο «κοινωνικότητας».

Ευτυχώς λοιπόν μπορώ να επιλέγω και κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να:

  1. Βρίσκομαι σε μια περίοδο (ελπίζω όχι μεγάλη) όπου η αυτοεκτίμησή μου «ακροβατεί» και καταφεύγω σε με μια εικονική πραγματικότητα στην προσπάθειά μου να την ισορροπήσωΊσως ο τρόπος που διάλεξα (του να εμφανίζομαι αλλιώς) να μην είναι ο καλύτερος. Αλλά δεν αυτοαποκαλούμαι ο «πάντα» σωστός.
  2. Προσπαθώ να εκδικηθώ ή να ξεπεράσω πρόσωπα και καταστάσεις μέσα από την λογική του «πολύ». Ναι, πολύ βγαίνω, ταξιδεύω, χαμογελάω. Αλλά δεν αρκούμαι στην ικανοποίηση της επιλογής μου αλλά αντλώ μεγαλύτερη αν εσύ τα βλέπεις. Ενδεχομένως δεν έχω ακόμα συνειδητοποιήσει ότι η αυτόφωτη δύναμη είναι απείρως μεγαλύτερη της ετερόφωτης.
  3. Βιώνω (αναγκαστική) μοναξιά. Ναι έχω βρεθεί σε αυτή την αρνητική (εφόσον δεν την έχω επιλέξει) κατάσταση και αναζητώ τον τρόπο να δηλώσω ότι είμαι εδώ – υπάρχω, μπορώ. Σας χρειάζομαι και με χρειάζεστε. Πολλοί λένε ότι μην περιμένεις να σου κτυπήσουν την πόρτα. Βγες έξω για να τους συναντήσεις. Όμως εγώ μπορεί να μην έχω ακόμα διακρίνει ποιας μορφής «αντάμωμα» μου αρέσει – το εξ’ αποστάσεως ή αυτό της φυσικής παρουσίας.
  4. Θέλω να τραβάω την προσοχή των άλλων. Θεωρούν ότι «αγγίζω» τα όρια της ναρκισσιστικής συμπεριφοράς και δεν με πολύ ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των άλλων. Μόνο τα δικά μου θέλω να είναι μια χαρά μέσα από το «θαυμασμό» που προκαλώ στους άλλους. Ανεβάζω λοιπόν οτιδήποτε πραγματικό ή φτιαχτό θα με «προβάλλει» στα μάτια σας! Ξέρετε όμως κάτι στα 10 εγωκεντρικά άτομα η πραγματική  ναρκισσιστική διαταραχή θα βρίσκεται σε ένα, άντε δύο. Θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι που να αιτιολογούν την ανάγκη ενός ανθρώπου σε κάποια φάση της ζωής του να θέλει τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του.
  5. Με ψάχνω στο σήμερα. Είμαι σε μια ηλικία που δεν έχω προλάβει να «φιλτράρω» τον καταιγισμό αντιφατικών μηνυμάτων που δέχομαι ώστε να «φωτογραφήσω» την ταυτότητά μου ή ανήκω στους μεγαλύτερους και προσπαθώ να προσεδαφιστώ βίαια στα νέα δεδομένα που προκάλεσε η απότομη (πρώην) απογείωσή μου. Ανεβάζω, διαγράφω, tagαρω, κάνω share, με παρουσιάζω και ελπίζω κάποια στιγμή ότι θα με βρω. Η διαδικασία εντοπισμού του στίγματος μου κατά τη διάρκεια της ηλικιακής ωρίμανσης ή στην περίπτωση αφομοίωσης ανατροπών ζωής δεν είναι ούτε εύκολη αλλά ούτε σύντομη.
  6. Μου αρέσει να μοιράζομαι. Υπάρχουν «καταστάσεις» που δίνουν ξεχωριστό ενδιαφέρον στη ζωή μου. Κάτι σαν φωτογραφίες στιγμών από τα ταξιδέματά μου με διαφορετικό όνομα η καθεμιά στη λεζάντα της. Μπορεί να λέγεται συμπάθεια, αγάπη, έρωτας, πάθος για μεταφορά γνώσης – εμπειριών, για γνωστοποίηση συναισθημάτων που γεννήθηκαν από ένα τραγούδι, ένα νησί. μια βόλτα στη θάλασσα ή από ένα πρόσωπο. Δικά μου όλα τα προηγούμενα και κανείς δεν μπορεί να τα οικειοποιηθεί. Μπορεί όμως να τα πληροφορηθεί. Ίσως του προσφέρουν μια οπτική που δεν είχε προηγούμενα σκεφτεί.

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις ασφαλώς δεν μπορούμε να ξέρουμε για τον καθένα μας ξεχωριστά ποιος είναι ο λόγος για την παρουσία και το σερφάρισμά μας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Μπορεί κάποιος από τους παραπάνω. Ίσως αρκετοί από αυτούς. Ενδεχομένως κάποιος άλλος.

Ανεξάρτητα όμως από το ποιος είναι (o λόγος) αν είχε δυνατότητα να εκφραστεί θα απαιτούσε από εκείνους που με ευκολία ασκούν αρνητική κριτική (Η εξ’ αποστάσεως σοφία) το σεβασμό της ύπαρξής του.

Η Ελλάδα εκτός μνημονίων. Μπορούμε να οραματιζόμαστε την μεταμνημονιακή εποχή με προμνημονιακές λογικές;

Και να που η Ελλάδα βρίσκεται πλέον εκτός μνημονίων σε μια ατμόσφαιρα αρκετά «δεσμευτικής» ελευθερίας λόγω των υποχρεώσεων που την ακολουθούν στην μεταμνημονιακή εποχή της.

Αναζητώντας την οικονομική (και όχι μόνο) ανόρθωση αυτής της χώρας και σε αντίθεση με αυτά που ακούμε ή δεν ακούμε από το σύνολο (ατυχώς) των αντιπροσώπων μας στη Βουλή επιβάλλεται η σκέψη μας να επικεντρωθεί και να αναλύσει τα δεδομένα των παρακάτω τριών χρονικών περιόδων.

1. Η Ελλάδα πριν το 2010 και οι λόγοι που την οδήγησαν στα μνημόνια.

Το 2010 η Ελλάδα για να εξυπηρετήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και λόγω αδυναμίας δανεισμού της από τις αγορές με μη απαγορευτικά επιτόκια καταφεύγει στο μηχανισμό στήριξης. Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ήδη εμφανίζεται προβληματική για να θεωρείται βιώσιμο το χρέος.

Αρκετοί θα ισχυριστούν ότι η κατάρρευση  της Lehman Brothers το 2008 με την κρίση που προκάλεσε στην παγκόσμια οικονομία επηρέασε και την Ελλάδα. Αν και η μετάδοση της κρίσης (από χώρα σε χώρα) ασφαλώς και συμβαίνει στις ανοικτές οικονομίες πόσο μάλλον στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν θεωρούμε ότι ο βαθμός έκθεσης της οικονομίας μας ήταν τόσο μεγάλος ώστε να αιτιολογεί τη μετέπειτα κατάρρευση της χώρας.

Η Ελλάδα και για αρκετά χρόνια πριν φτάσει στην περίοδο 2009 - 10 λειτουργούσε στα πλαίσια ενός κράτους υπερμεγενθυμένου και αντιπαραγωγικού με αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αναφερόμαστε δηλαδή σε υπέρογκα έξοδα «συντήρησης» ενός μηχανισμού που «ανεχόταν» μιας μεγάλης έκτασης παραοικονομία (επομένως σημαντικότατης απώλειας φορολογικών εσόδων). Ταυτόχρονα η  χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα δεν συνέβαλλε σημαντικά στο ΑΕΠ – Εισόδημα.

Αναπόφευκτη «κίνηση» σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν η αύξηση του δανεισμού της οικονομίας. Βέβαια οι δανειστές έχουν την συνήθεια να «ψάχνουν» αρκετά την δυνατότητα αποπληρωμής του δανειζόμενου και αν την βρουν προβληματική απαιτούν μεγάλη αποζημίωση (υψηλά επιτόκια) για το ρίσκο που αναλαμβάνουν ή δεν δανείζουν καθόλου.

2. Η Ελλάδα στην περίοδο 2010 – 2018 ευρισκόμενη εντός μνημονίων

Ευρώπη και ΔΝΤ ανταποκρίνονται στο αίτημα της Ελλάδος και δανείζουν (χρηματοδοτούν) την χώρα «απαιτώντας» δημοσιονομική εξυγίανση που θα επέλθει μέσα από συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις ενώ ταυτόχρονα «επιβάλλουν» (σύμφωνα με την Γερμανική κυρίως άποψη) μέτρα αυστηρής λιτότητας αλλά και δέσμευσης (αν όχι πώλησης) δημόσιου ενεργητικού.

Είναι γνωστό το οικονομικό (και όχι μόνο) περιβάλλον που διαμορφώθηκε στα τελευταία αυτά 8 χρόνια τόσο για το μέσο Έλληνα όσο και από μακροοικονομικής άποψης για τη χώρα και δεν έχει νόημα να αναφερθούμε πάλι στην σημαντικότατη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.

Αναμφίβολα μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς του τρόπου λειτουργίας - παραγωγής του κράτους έπρεπε να έχουν ήδη συντελεστεί  στην προσπάθεια υγιούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης της οικονομίας. Και αυτές έπρεπε να γίνουν σταδιακά (χωρίς το άμεσο της επιβολής τους από τρίτους..) και ασφαλώς με ένα προγραμματισμό ο οποίος:

  • Σχετικά με τα έξοδα δεν θα οδηγούσε σε οριζόντιες περικοπές δαπανών ειδικά σε τομείς ιδιαίτερα σημαντικούς για το κοινωνικό σύνολο – όπως για παράδειγμα αυτοί της υγείας, της παιδείας, της ασφάλειας, κ.α.
  • Αναφορικά με τα έσοδα δεν θα εξαντλούσε την φορολογική ικανότητα των πολιτών μέσω της υπερφορολόγησης με αποτέλεσμα αφενός τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και αφετέρου και από ένα σημείο και μετά (Laffer curve)  τη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους.

Εμείς όμως «επιλέξαμε» για το σκέλος των εξόδων να μας «επιβληθεί» μια αυστηρή και οριζόντια λιτότητα ενώ για αυτό των εσόδων την υπερφορολόγηση των νόμιμων εισοδημάτων και όχι το «κυνήγι» εκείνων που διαφεύγουν «έντεχνα» της φορολόγησης.

Δεν θα διαφωνήσουμε ότι σκληρά μέτρα έπρεπε να ληφθούν για την αντιμετώπιση της κρίσης που είχε βρεθεί η οικονομία μας αλλά ανάλογα μέτρα έχουν (σε αυτές τις περιπτώσεις) προσωρινή παρεμβατική λογική που σημαίνει ότι υπάρχει ημερομηνία λήξης. Η οικονομία σπάνια περιγράφεται ικανοποιητικά με γραμμικές σχέσεις. Είναι γνωστή η κυκλικότητα που δημιουργείται από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες με αποτέλεσμα τα κατάλληλα «μέτρα» να μην είναι κοινά για όλες τις περιόδους. Η αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής εξαρτάται από το πότε εφαρμόζεται αλλά και από το πότε αποσύρεται έχοντας προηγούμενα επιτελέσει το έργο της

Στην περίπτωση λοιπόν της μακροχρόνιας υιοθέτησής της λιτότητας το αποτέλεσμα δεν θα οδηγήσει σε ανάπτυξη αλλά αντίθετα η ίδια η λιτότητα θα αποτελέσει την τροχοπέδη της ανάπτυξης υποβαθμίζοντας (σε μόνιμη βάση) το βιοτικό επίπεδου του πληθυσμού.

Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα ερώτημα για το ποιος και τι ακριβώς επιδιώκει..

3. Η μετά το 2018 εκτός μνημονίων Ελλάδα

Τούτη τη στιγμή η χώρα (ή μέρος αυτής) εμφανίζεται να μην έχει αντιληφθεί το τι συνέβη ή να αρνείται να παραδεχτεί ότι το κατάλαβε. Εξακολουθεί να «παίζει» με τους παλιάς κοπής κομματικούς ξύλινους διαξιφισμούς που στερούνται ουσιαστικής προσπάθειας για το καλύτερο αύριο.

Αυτή η κακής έκδοσης πολιτική αντίληψη δεν μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η οικονομία θα ξεπεράσει την κρίση.

Θεωρούμε χρήσιμο προς αυτή την κατεύθυνση να κατανοήσουμε κάποια σημαντικά «δεδομένα» της οικονομικής πολιτικής που σχετίζονται με τα δάνεια που συνάπτουμε, το μέγεθος του ΑΕΠ και τη δυνατότητα ανάπτυξης.

Παραθέτοντας και μόνο τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ (Debt/GDP) που σήμερα βρίσκεται περίπου στο 180 % (πολύ πάνω του μέσου της Ευρωζώνης 86,7 %) δεν περιγράφουμε και πολύ ικανοποιητικά την πραγματικότητα της βιωσιμότητας ή όχι του χρέους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Ιαπωνία ο δείκτης είναι στο 253 % - αυτό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι το χρέος της δεν είναι βιώσιμο.

Για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα της δυνατότητας της χώρας να αποπληρώνει τα δάνειά της πρέπει να αναλύσουμε (τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο) και τα δύο μέρη του δείκτη (Debt/GDP).

Συγκεκριμένα για το χρέος (Debt) - σε ποιους χρωστάμε, με τι όρους, και γατί αγόρασαν Ελλάδα; Αναφορικά με το ΑΕΠ - τη σύνθεσή του αλλά και τα περιθώρια αύξησής του.

Βεβαίως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι σε αυτή την περίοδο οι προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν στην αύξηση του ΑΕΠ η οποία εκτός του προφανούς, δηλαδή της βελτίωσης του δείκτη, θα σημαίνει αύξηση του εισοδήματος.

Προς την κατεύθυνση της αύξησης του ΑΕΠ (ανάπτυξης της οικονομίας) δεν αντιλαμβανόμαστε το πως θα συμβεί αυτό σε μια χώρα με κλειστή τη χορήγηση κεφαλαίων από τις τράπεζες στην οικονομία, με περιορισμένες (έως μηδενικές) κρατικές επενδύσεις, με έλλειψη κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις, και με συνεχιζόμενη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος (λόγω κυρίως υπερφορολόγησης). Μοιάζει ουτοπικό να περιμένουμε την ανάπτυξη μιας οικονομίας που λειτουργεί στο προηγούμενα αναφερθέν πλαίσιο!

Αναφορικά με τα δάνεια που αναμένουμε μέσω της έκδοσης και διάθεσης κρατικών ομολόγων θα πρέπει να αναφερθούμε πάλι σε γνωστά πράγματα. Και αυτά είναι αφενός ότι έχει μεγάλη σημασία το ποιος και γιατί αγοράζει τα ομόλογα της χώρας σου και αφετέρου τι απόδοση ζητάει για να τα αγοράσει;

Είναι προφανές ότι θα επιθυμούσαμε αγοραστές (δανειστές) που εκτιμούν θετικά τις προοπτικές της χώρας και με βάση τη σχετική σιγουριά που αυτές τους προσφέρουν θα ζητήσουν «λογικά» επιτόκια. Ξέρετε βέβαια ότι υπάρχουν πολλών ειδών «επενδυτές» στις κεφαλαιαγορές και κάποιες κατηγορίες αυτών δεν θα έπρεπε να ανήκουν  στις πρώτες επιλογές μας..

Επίλογος

Ακόμα και σήμερα, 10 χρόνια μετά την αρχή της κρίσης, ο ένας πετάει το μπαλάκι της ευθύνης στον άλλο αποδεικνύοντας ότι ελάχιστα καταλάβαμε (Πως η Βουλή διαψεύδει το όραμά μας για την Ελλάδα μετά το 2018).  Στην όποια συζήτηση γρήγορα εισχωρεί η κομματική αντιπαράθεση με αποτέλεσμα μέσα στη στενότητά της να «χάνεται» η προσπάθεια εύρεσης της αντικειμενικά κατάλληλης οικονομικής πολιτικής που πρέπει να ασκηθεί.

Αυτές οι κοντόφθαλμες λογικές «στραγγαλίζουν» τη χώρα για 10ετίες. Σήμερα αυτό που χρειάζεται είναι η υπέρβαση από την παλιά μας άκαμπτη στενή αντίληψη.  Το θέμα δεν είναι αν θα είναι το κόμμα ΜΟΥ ή το κόμμα ΣΟΥ αλλά ποιος πολιτικός σχηματισμός έχει την βούληση, την υπευθυνότητα αλλά και την ικανότητα να επαναφέρει το χαμόγελο στη χώρα. Μην μπλέκουμε το παρόν με το τι συνέβαινε με τις άνευ ουσίας (αρκετές φορές) αντιπαλότητες του παρελθόντος.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε εντελώς άλλη - σε σχέση ακόμα και με το πρόσφατο παρελθόν - ιστορική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική περίοδο και πρέπει να «πείσει» ότι το έχει αντιληφθεί - πρώτα την ίδια και μετά τους άλλους. Εάν δεν συμβεί αυτό μεταμνημονιακή εποχή στην πραγματικότητα δεν θα υπάρξει ποτέ.

Δεν είναι τα πρόσωπα (πλέον) που θα δρομολογήσουν την είσοδο της Ελλάδος σε πραγματική αναπτυξιακή πορεία - είναι η νέα κουλτούρα που πρέπει να υιοθετηθεί από αυτά.

Πόσο πολύ «μίκρυνε» η ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Ανεξαρτησία! Μια λέξη που η μετάφρασή της σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων - εδώ και αρκετά χρόνια – επιδέχεται σχετικής μόνο ερμηνείας και όχι απόλυτης. Ιδιαίτερα στο καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – κοινωνίας περισσότερο αναφερόμαστε στο βαθμό εξάρτησης μιας χώρας από άλλη / ες παρά στην ύπαρξη ή όχι εξάρτησης μια και η τελευταία θεωρείται δεδομένη.

Και βέβαια οι πάντα επίκαιροι - αν και γραμμένοι πριν 150 χρόνια -  στίχοι του  Γεωργίουυ Σουρή «Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ΄όλη τη γη μοναδικό, εκατό να ξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;» έρχονται να μας θυμίσουν το βασικό λόγο που χρωστάμε στις μέρες μας περίπου το 180 % αυτού που παράγουμε (Είναι βιώσιμο το Ελληνικό χρέος;)

Ασφαλώς αυτός ο υπερδανεισμός (σε σχέση με την αξία της παραγωγής) της χώρας αύξησε τον ήδη υπάρχοντα βαθμό οικονομικής και πολιτικής  εξάρτησης από τους δανειστές της στο σήμερα αλλά ατυχώς και για πολλά από τα επόμενα χρόνια.

Έχουμε αναφερθεί σε παλιότερο άρθρο (Ανόρθωση της Ελλάδος και σε επίπεδο αυτοσεβασμού) ότι ο μέσος Έλληνας βιώνει όχι μόνο οικονομική συρρίκνωση αλλά και αντίστοιχη σμίκρυνση της προσωπικότητάς του σε επίπεδο αυτοεκτίμησης ή πιο απλά περηφάνιας.

Στο πολύ πρόσφατο παρόν γίναμε θεατές (χωρίς δυνατότητα παρέμβασης ή αποχώρησης) των τραγικών γεγονότων που προκάλεσε η καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι της Αττικής, της αποποίησης ευθυνών αλλά και της προκλητικής συμπεριφοράς, της προσπάθειας εμπορευματοποίησης του πόνου, της απαράδεκτης φρασεολογίας δημοσίων προσώπων και της ξύλινης παλαιάς λογικής αντιπαράθεσης άλλων.

Προσπαθώντας να «προχωρήσουμε» (μια και η ζωή το επιβάλλει) έρχεται σήμερα ο τίτλος «Αποστολή εξετελέσθη. Η Ελλάδα πεθαίνει»  του Γερμανικού περιοδικού Der Spiegel του οποίου την ακριβή μετάφραση, όχι των λέξεων αλλά των εννοιών που βρίσκονται πίσω από αυτές, δυσκολευόμαστε αφάνταστα να κατανοήσουμε.

Ποιά είναι η αποστολή που εξετελέσθη; Υπάρχει κάποιος που σχεδίασε κάποια αποστολή και χρησιμοποίησε κατάλληλους τρόπους για την επιτυχή έκβασή της;

Η Ελλάδα πεθαίνει τι ακριβώς σημαίνει;  Αυτή η κατάληξη του τίτλου σχετίζεται με το πρώτο μέρος του;

Σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη ο «απίστευτος» αυτός τίτλος επιδέχεται αρκετές ερμηνείες και περιμέναμε οι διευκρινήσεις να έχουν ήδη δοθεί από τους μεν ή να έχουν ζητηθεί (απαιτηθεί) από τους δε.

Το γεγονός ότι τίποτα από τα δύο δεν έχει συμβεί δεν μας αφήνει περιθώρια να αμφισβητήσουμε τις σκέψεις που περιγράφονται στον δικό μας σημερινό τίτλο «Πόσο πολύ μίκρυνε η ανεξαρτησία της Ελλάδας».

Δεν είναι η πρώτη φορά που μέσα από την αρθρογραφία μας θα «θίξουμε» την αναγκαιότητα συλλογικής προσπάθειας με μια νέα, χωρίς μικροκομματικές λογικές,  πολιτική κουλτούρα απαραίτητη για την αναστήλωση της χώρας μας.

Γιατί σου «βγαίνει» να γράφεις τις σκέψεις σου.

Φαίνεται ότι ο θόρυβος των πλήκτρων της γραφομηχανής σε «κούρασε» και εδώ και χρόνια έβαλες στη θέση τους μια οθόνη και με τα δάκτυλα σε ένα πληκτρολόγιο – μια άλλη έκδοση πιανίστα  - αρχίζεις να μεταφέρεις σκέψεις.

Αυτές οι σκέψεις! Μοιάζουν με μια μπερδεμένη συνύπαρξη τριών φάσεων της ζωής!

Κάπου εκεί - μέσα στην απεραντοσύνη της λειτουργίας του εγκεφάλου - κατοικεί το χθες που αρνείται φυσικά να πει «δεν υπήρξα», το σήμερα που γεμάτο γκρίνια σου δηλώνει παρόν θυμίζοντάς σου ότι «βρισκόμαστε στο τώρα» και το αύριο να σου φωνάζει «κάνε κάτι» για να κερδίσω τον τίτλο του καλύτερου στον αγώνα με το παρελθόν.

Ωραία όλα αυτά θα πει κάποιος! Αλλά είναι ανάγκη οι σκέψεις σου να γίνουν γραμμές ενός κειμένου;

Έχοντας τη διάθεση να «αποκαλύψεις» τι ακριβώς συντελείται στον εσωτερικό σου κόσμο και σου δημιουργεί αυτή την επιθυμία αβίαστα θα αναφέρεις την ύπαρξη συναισθημάτων που είτε εμπλουτίζουν ή ενίοτε τραυματίζουν το διάβα σου.

Είναι μια φωνή «κρυμμένη»  στο βαθύ μέσα σου που κατάφερε να βγει στην επιφάνεια εκπληρώνοντας έτσι την ανεξέλεγκτη επιθυμίας της για να ακουστεί.

Θέλει να μεταφέρει εμπειρίες, παραλήψεις, λάθη, απογοητεύσεις, εκνευρισμό, αίσθηση αδικίας, χαρά, ευτυχία, φαντασίωση, αγάπη, πάθος, έρωτα, προβληματισμούς, ανεκπλήρωτες επιθυμίες αλλά και όνειρα.

Στο ρόλο του ενορχηστρωτή όλων των προηγούμενων συναισθημάτων ή καταστάσεων συνήθως εναλλάσσονται (αν και όχι σπάνια συνυπάρχουν) η αγάπη και η ανάγκη έκφρασης.

Η δεύτερη είναι εκνευριστικά αποκαλυπτική στα πολλά θέλω της και παίρνοντας από το χέρι την πρώτη τα θέλω γίνονται πολύ περισσότερα. Όλα όμως έχουν «μπροστά» τους τη λέξη «μοιράζομαι».

Δημιουργώντας τις καλύτερες μέρες

Ναι λοιπόν «δεν είναι η ατμόσφαιρα που θα θέλαμε». Δεν είναι οι καλύτερες μέρες. Είναι τα χρόνια της αντίφασης, του γκρίζου, των πολλών αναπάντητων γιατί, του ψαλιδίσματος της ελπίδας και της έλλειψης οράματος.

Και βέβαια κανείς δεν ήθελε να ξεκινά ή να συνεχίζει την πορεία της ζωής του σε ένα τόσο ουδέτερο έως και εχθρικό προς τις επιθυμίες του περιβάλλον.

Τα νέα παιδιά δυσκολεύονται να «φωτογραφίσουν» στη σκέψη τους το αύριο. Οι μεγαλύτεροι «ακροβατούν» μεταξύ της ανάμνησης του «άνετου» χθες και της ανασφάλειας του άγνωστου αύριο. Ενώ οι ηλικιακά μεγάλοι «επαναστατούν» στην ιδέα ότι πρέπει να αποδεχτούν την αφαίρεση δεδομένων ζωής.

Και μέσα σε αυτήν την περιορισμένης ορατότητας σκέψη, πορεία ή απολογισμό, εσύ περιμένεις να καταλαγιάσει ο άνεμος, να καθαρίσει κάπως η ατμόσφαιρα ώστε να μπορέσεις, αν όχι να δεις καθαρά, έστω να διακρίνεις ή και να φανταστείς το καλύτερο αύριο.

Βρίσκεσαι καθισμένος με λιγοστά πια περισσεύματα ενέργειας στο μουράγιο της αναμονής μόνος - ουσιαστικά ξεχασμένος από το εξωτερικό περιβάλλον - με τις αρνητικές  σκέψεις να νικούν κατά κράτος τις θετικές.

Κάπου εδώ όμως χρειάζεται ο αντίλογος για να σου μεταφέρει το μήνυμα: «Μη το βάζεις κάτω».

Ξέρω αυτή η φωνή μπορεί να έρχεται από μακριά με αποτέλεσμα να μην ακούγεται δυνατά αλλά ούτε καθαρά. Μπορεί να αμφισβητείς την ύπαρξη ρεαλισμού στα επιχειρήματά της  ή η ίδια να μη σου μεταφέρει με πειστικό τρόπο αυτά που θέλει να σου πει.

Πρέπει να ενισχυθεί όμως και η ένταση και η επιχειρηματολογία της αλλά και η πειθώ της.

Και εφόσον αδυνατεί η ίδια να το κάνει σημαίνει ότι έχει φτάσει η στιγμή της δικής σου παρέμβασης. Είναι τώρα που πρέπει να θυμίσεις στο εαυτό σου ότι η νύχτα εναλλάσσεται με τη μέρα και αυτό δηλώνει μια «κυκλικότητα» στις φάσεις της ζωής. Αυτό συμβαίνει νομοτελειακά δηλαδή δεν γίνεται να «αφαιρεθεί» από τη ροή μιας διαδικασίας.

Εκείνο που μένει να βρεθεί είναι το πότε και το με ποιο τρόπο θα βιώσεις την «κίνηση του τροχού».

Αναζητώντας τη «νέα» μέρα το λάθος μας θα είναι να περιμένουμε από αυτή την αναβίωση κεκτημένων παλαιού επιπέδου ή οι νεότεροι να οραματίζονται το ταξίδι της ζωής τους σε ένα περιβάλλον αντίστοιχο με αυτό (που άκουσαν ότι υπήρχε) στα 90s έως και τα μισά της επόμενης δεκαετίας.

Εκείνα τα χρόνια (κατά τη δική μας άποψη) αποδείχτηκαν ψεύτικα ή και καταστροφικά από κάθε άποψη! Έγινε αλλοίωση του τρόπου ζωής σε οικονομικό, κοινωνικό, προσωπικό επίπεδο και βέβαια μετάλλαξη των ανθρώπινων σχέσεων (Μοναχικές πορείες πτωχευμένων συναισθηματικά ανθρώπων).

Και αυτή την αλλοίωση εμφανίζεται να είμαστε εμείς που πρέπει να διορθώσουμε μέσα από την αλλαγή της σκέψη μας και όχι περιμένοντας «δώρα» από το περιβάλλον. Η προηγούμενη άποψη ίσως να μη διαθέτει (όπως αρχικά ακούγεται) μόνο ένα «μακρινό» φιλοσοφικό ή ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά σαν κίνηση να αποβλέπει σε ένα «κοντινό» ρεαλιστικό στόχο.

Είναι καλοκαίρι! Πάρτε ή αναζητείστε το ταίρι σας (όχι το «όποιο» συνοδευτικό..), σαλπάρετε για ένα νησί, ζήστε την αλήθεια σας εκεί (για όσο χρόνο μπορείτε) και υποσχεθείτε στους εαυτούς σας ότι μέσα από τη (Νέας μορφής επανάστασηδεν θα δώσετε εσείς τη λανθασμένη έννοια που θεωρήσαμε εμείς (οι μεγαλύτεροι) ότι βρίσκεται στις «καλύτερες μέρες».