Ο Adam Smith στο περίφημο βιβλίο του Ο πλούτος των Εθνών (1776) διακήρυττε στην τότε κοινωνία ότι το άτομο επιδιώκοντας το προσωπικό του συμφέρον οδηγείται από κάποιο “αόρατο χέρι” στην προώθηση του γενικού καλού.
Χωρίς καμία διάθεση κριτικής του τεράστιου για την εποχή έργου του θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι “σιωπηλά” αναφερόταν σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, δηλαδή σε εκείνη τη μορφή αγοράς που κανείς δεν διαθέτει τόση “δύναμη” ώστε να μπορεί να επηρεάσει τις τιμές των αγαθών - υπηρεσιών. Ακόμα πιο απλά, καμιά επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα να πουλήσει το προϊόν της ούτε 10 cents περισσότερο από την τιμή που έχει διαμορφωθεί στην αγορά.
Βεβαίως γνωρίζουμε ότι ο πλήρης ανταγωνισμός είναι μια ιδεατή μορφή αγοράς με ελάχιστη έως μηδενική παρουσία στον πραγματικό κόσμο. Αντιθέτως, στην πραγματική οικονομία υπάρχουν μορφές αγοράς (ολιγοπώλια, καρτέλ, μονοπώλια) που στην προσπάθεια των επιχειρήσεων μεγιστοποίησης του κέρδους ασφαλώς και μπορούν να διαμορφώνουν, συμφωνούν, ή και να επιβάλλουν στην αγορά την τιμή που θέλουν!
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας καταργώντας πολλούς περιορισμούς στην διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων, τεχνολογίας, πληροφορίας αλλά και marketing..έδωσε την δυνατότητα – μεταξύ πολλών άλλων, σε όποιον είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα προϊόντος ή χρήματος να μπορεί να επηρεάσει την τιμή του, όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο!
Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και γεννήθηκε ή σχεδιάστηκε η ιδέα της παγκοσμιοποίησης, το διεθνές εμπόριο αναπτύσσεται θεαματικά με συμπληρωματικό της ανάπτυξης στοιχείο την “επιβολή” των διεθνών καταναλωτικών προτύπων. Σταδιακά “μαθαίνουμε” τον όρο υπερκατανάλωση του οποίου όρου μια από τις μεταφράσεις είναι ξοδεύoυμε περισσότερα από όσα παράγουμε (εισόδημά μας). Και πως γίνεται αυτό; Εύκολα! Αρχίζουμε την “αφαίμαξη” στις αποταμιεύσεις μας. Ωραία! Και όταν τις “τελειώσουμε”; Ακόμα πιο εύκολα! Βρίσκουμε κάποιον (από αυτούς που λέγαμε προηγουμένως) με μεγάλη ποσότητα αγαθού - στην προκείμενη περίπτωση χρήματος στα χέρια του και δανειζόμαστε!
Το αν σκεφτήκαμε μια “λεπτομέρεια”, δηλαδή την δυνατότητά ή όχι, του μελλοντικού (άγνωστου) εισοδήματός μας για εξόφληση του δανείου είναι θέμα που αναλύσαμε σε προηγούμενη δημοσίευση.
Προβάλλοντας το παραπάνω μικροοικονομικό σενάριο σε μακροοικονομικό επίπεδο ΔΕΝ θα παρατηρήσουμε σημαντικές διαφορές στην συμπεριφορά των κρατών σε σχέση με τα δάνεια (debt) που συνάπτουν.
Ένας από του μακροοικονομικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το χρέος της και κατά συνέπεια προσδιορίζει και το κόστος δανεισμού της (επιτόκιο) είναι η σχέση χρέους προς ΑΕΠ (debpt/GDP).
Ο όρος χρέος (debt) περιλαμβάνει - μεταξύ άλλων, τα δάνεια που έχει συνάψει η χώρα και οφείλει να αποπληρώσει, αλλά και τα κρατικά ομόλογα που έχει εκδώσει τα οποία αγοράστηκαν από τρίτους (χώρες, διεθνή Funds ή και ιδιώτες) και τα οποία ασφαλώς αποτελούν “μορφή” δανεισμού. Αγοράζοντας κάποιος κρατικό ομόλογο στην πραγματικότητα δανείζει το κράτος που το έχει εκδώσει.
Ο όρος ΑΕΠ - ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (GDP) περιλαμβάνει την συνολική αξία της παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών μιας χώρας, το μέγεθος της οποίας με βάση την 3πλη ισότητας της μακροοικονομίας, αντιστοιχεί αφενός στο ύψος των εισοδημάτων που παρήχθησαν και αφετέρου στην συνολική δαπάνη.
Καταλαβαίνουμε ότι η κάθε χώρα θα ήθελε η σχέση debt / GDP να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα η σχέση αυτή ήταν 22,6 (1980) , 60 (1990), 94 (2000) και ύψος ρεκόρ 170 (2012)!
Πηγή: http://www.tradingeconomics.com
Αναζητώντας τα αίτια της τόσο βαθειάς ύφεσης στην Ελλάδα η σκέψη μας – μεταξύ πολλών άλλων δομικών προβλημάτων της Ελληνικής οικονομίας (σε κάποια από αυτά αναφερθήκαμε σε προηγούμενο άρθρο “ Η Ελλάδα των χαμένων ευκαιριών”) οδεύει και στην προαναφερθείσα σχέση dept / GDP.
Είναι προφανές ότι διαχρονικά η σχέση αυτή επιδεινώθηκε θεαματικά!
Με αυτά τα δεδομένα μας φαντάζει πολύ δύσκολο (έως αδύνατον) μια οικονομία να ονομαστεί “βιώσιμη”, δηλαδή να αποκτήσει τη δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών της τα οποία συνεχώς διογκώνονται, ενώ η παραγωγή της (το εισόδημά της) συνεχώς συρρικνώνεται.
Κλείνοντας τις παραπάνω σκέψεις θεωρούμε προφανές ότι αν η Ελλάδα ΔΕΝ αποφασίσει επιτέλους: να αλλάξει δομικά, να ορίσει τους στόχους της προγραμματίζοντας και την κατάλληλη πορεία για την επίτευξή τους, να εκμεταλλευτεί τα σημεία που είναι δυνατή - ανταγωνιστική, να μειώσει την απίστευτη φοροδιαφυγή και παραοικονομία της, να δημιουργήσει κίνητρα για υγιείς επενδύσεις, ΟΥΔΕΠΟΤΕ θα μπορέσει να ονομαστεί “βιώσιμη” οικονομία.
Και βέβαια στην περίπτωση των τόσων πολλών ΔΕΝ (..) η συνέχεια είναι μια λέξη που ακούει στο όνομα πτώχευση ή στην καλύτερη περίπτωση εξαθλίωση.
Ασφαλώς ευχόμαστε να κάνουμε λάθος..